Είσοδος στον ναό
Ανέβηκε στο ιερό ο τελώνης. Ανέβηκε και σωματικά και ψυχικά. Ο Φαρισαίος ανέβηκε στον ναό σωματικά, όχι όμως και ψυχικά. Ο πρώτος, δηλαδή, ανέβηκε ψυχικά κατεβαίνοντας μέσω της ταπείνωσης, ενώ ο άλλος κατέβηκε ψυχικά ανεβαίνοντας μέσω της υπερηφάνειας. Ο πρώτος ανέβηκε τις καρδιακές αναβάσεις που αναφέρονται από τον Δαβίδ, πήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο, ενώ ο άλλος κατέβηκε κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγό της υπερηφάνειας. Ο πρώτος ανέβηκε μέσα από την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβηκε από τις αρετές και από αυτές πέρασε στις κακίες.
Πολλοί έρχονται στον ναό, αλλά λίγοι μετέχουν στην ιερότητά του, επειδή δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Διότι ο υπερήφανος δεν μένει στην αγάπη. Κι «αυτός που δεν μένει στην αγάπη, δεν μένει στον Θεό», σύμφωνα με τον Ιωάννη. Ενώ αυτός που μένει στην αγάπη, μένει στον Θεό και ο Θεός σε αυτόν και είναι ναός του Θεού, σύμφωνα με τον Παύλο. Εκείνοι εισέρχονται πραγματικά στον ιερό ναό του Θεού, αυτοί στους οποίους ο Θεός ενεργεί με ξεχωριστό τρόπο. Φωτίζει όμως ο Θεός μόνο αυτούς που είναι σαν τα νήπια και μικροί, σύμφωνα με τον μουσικό Δαβίδ. Γιατί «όπου υπάρχει ταπείνωση, εκεί υπάρχει και σοφία», κατά τον Σολομώντα∙ σοφία πίστης και σοφία πράξης.
Η υποκρισία της υπερηφάνειας
Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο. Γι’ αυτό και όντας υποκριτής, μόνο εξωτερικά ευχαριστεί τον Θεό, ενώ εσωτερικά γίνεται αχάριστος προς Εκείνον. Δεν τηρεί την εντολή «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Ήταν καλός ο λόγος «σε ευχαριστώ», επειδή ο φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετή στον εαυτό του, όπως νόμιζε ο Ναβουχοδονόσορας, καθώς και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σε αυτή την υπερηφάνεια έπεσαν και ο Εωσφόρος και ο Αδάμ. Όμως ο φαρισαίος προσευχόταν για αυτά που νόμιζε ότι είχε, ενώ δεν τα είχε∙ και αν ακόμη τα είχε, τα έχασε εξαιτίας της υπερηφάνειας. Επειδή κι εκείνος που έχει οφείλει να ομολογεί ότι δεν έχει και να λέει «Είμαι άχρηστος δούλος», επειδή «κανένας δεν θα δικαιωθεί απέναντί σου».
Πράγματι διώχνει την αγάπη αυτός που δεν ταπεινώνεται και την καταφρονεί αυτός που δεν αγαπά. Αρχή κάθε είδους αμαρτίας είναι όντως η υπερηφάνεια. Μετά από αυτή ακολουθεί ο φθόνος και τον φθόνο ακολουθεί ο φόνος. Εξαιτίας αυτής, ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρό τον πατέρα του και σπεύδει να τον σκοτώσει. Είναι πραγματικά χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερό και δεν διαφέρει από τον διάβολο, ο οποίος εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο με το φίδι. Γι’ αυτό ο φανερά αμαρτωλός δικαιώνεται, ενώ αυτός που δεν φαίνεται καταδικάζεται. Γιατί ο ένας έχει μόνο τις αμαρτωλές του συνήθειες, ενώ ο άλλος έχει επιπλέον και το ψέμα και την απάτη και γι’ αυτό η απόλυτη αλήθεια τον απωθεί. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τον εκλεκτό, σύμφωνα με τη δεύτερη επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της επιστολής προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο της επιστολής του προς τους Κολασσαείς. Αντίθετα η έχθρα απορρίπτει. […]
Να μη θεωρούμε λοιπόν δικές μας τις νίκες στους αγώνες. Δική μας είναι μόνο η προαίρεση για το καλύτερο και η προσπάθεια, του Θεού όμως είναι η πραγματοποίηση της αγαθής επιθυμίας και διάθεσης εκείνου που δεν έχει από τη φύση τη δυνατότητα, αλλά από την χάρη παίρνει την ικανότητα να λέει «μπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχηση. «Γιατί τι έχεις που δεν το έλαβες από αλλού; Και αν το έλαβες, γιατί περηφανεύεσαι σαν να μην το έχεις λάβει;». […]
Κατάκριση
Όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, ενώ η υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλύτερη και βαρύτερη από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνουμε, να επιστρέφουμε και να ταπεινωνόμαστε παρά να κατορθώνουμε κάτι και μετά να περηφανευόμαστε. Ο Τελώνης απαλλάχτηκε από τα αμαρτήματα, επειδή δέχθηκε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονή, ενώ ο Φαρισαίος από τη δόξα έπεσε στον γκρεμό της ατιμίας, επειδή δικαίωσε τον εαυτό του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτη ζωή και την αμαρτία επανήλθε στην μακάρια ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος γκρεμίστηκε εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους: Να κατακρίνουμε τα δικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Επειδή εκείνος που βλέπει τα δικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιο του τον εαυτό κατακρίνει και καταδικάζει, έστω κι αν έχει πολλές αρετές. Πραγματικά είναι μεγάλο πράγμα το να μην κατακρίνουμε τους άλλους, άλλα τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, παραβλέποντας τις δικές μας αμαρτίες, τους άλλους κυρίως κατακρίνουμε, τους άλλους ελέγχουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμαστε πιο δίκαιοι από άλλους, εάν κατακρίνουμε τους άλλους, γινόμαστε ένοχοι και είμαστε άξιοι της ίδιας τιμωρίας και των ίδιων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός που κρίνουμε. «Γιατί για όποιο αμάρτημα κρίνετε» λέει «γι’ αυτό και θα κριθείτε». Επειδή αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολή, όπως και εκείνος που κρίνει, με αποτέλεσμα και οι δύο να παραβαίνουν θεία εντολή, και αυτός που πορνεύει και αυτός που κρίνει. […]
Ανάγκη για μετάνοια και εξομολόγηση
Είναι αναγκαίο και απαραίτητο χρέος να προσφέρουμε στον Θεό των όλων τη δουλική ταπείνωση, την υπομονή, την υποταγή, την υπακοή, την ευγνωμοσύνη και την ευχαριστία. Επίσης είναι αναγκαίο να δοξάζουμε και να προσκυνούμε το πανάγιο θέλημά του και να μη θιγόμαστε από τους ελέγχους και τις προσβολές των άλλων, ούτε να καταβαλλόμαστε από τους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, γιατί και από αυτά καρπωνόμαστε πολλή ωφέλεια. Ας μάθουμε και ας γνωρίζουμε, αδελφοί μου, τη δύναμη, την ενίσχυση και τη βοήθεια που δίνει η ταπείνωση. Ας μάθουμε και αυτά που προξενεί η υψηλοφροσύνη, δηλαδή την καταδίκη, τη ζημιά και την απώλεια: τη σκιά του Βεεμώθ στους υγροτόπους και στις καλαμιές, κατά τον Ιώβ, και την εκτροπή από την οδό της αλήθειας και του φωτός της δικαιοσύνης.
Και επειδή είναι μεγάλο αγαθό η μετάνοια, η εξομολόγηση, η συντριβή, τα δάκρυα, οι στεναγμοί από τα βάθη της καρδιάς και η κατάνυξη, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογείστε στον Θεό συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Επειδή αν του παρουσιάζουμε γυμνή τη συνείδησή μας και του δείχνουμε τα τραύματα των ψυχών μας και δεν κρίνουμε τους άλλους, ούτε εξαγριωνόμαστε με τις προσβολές των συνανθρώπων μας, ούτε λυπούμαστε για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας δωρίσει τα φάρμακα της συμπάθειας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλει στα τραύματά μας και θα μας θεραπεύσει. Ας δείξουμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριο, ο οποίος δεν ντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Γιατί ακόμα κι αν εμείς σιωπήσουμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.
Ας πούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριο, για να κερδίσουμε την συμπάθειά του. Ας αφήσουμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι να εισαχθούμε από τον δίκαιο Κριτή στη Βασιλεία του την ατελείωτη και αιώνια και να κληρονομήσουμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες μονές και την απέραντη χαρά και απόλαυση, τα οποία μακάρι να επιτύχουμε με τη βοήθεια του Χριστού, του Θεού μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Για τον τελώνη και τον φαρισαίο – Άγιος Ανδρέας Κρήτης
Απόδοση στη Νεοελληνική – Επιλογή αποσπασμάτων: Απαρχή