Άσκηση είναι γι’ αυτό η προσπάθεια του ανθρώπου που, καταφάσκοντας στο γεγονός του ανακαινισμού της ανθρώπινης φύσεως εν Χριστώ Ιησού, αγωνίζεται να μετατρέψει «τάς δυνάμεις τῆς ψυχῆς δι’ ἐπιπόνου μετανοίας… καί τοιαύτας ἀποτελέσαι, οἵας ἡμῖν ἐξ ἀρχής δέδωκεν ὁ Θεός τόν Ἀδάμ πλαστουργήσας καί πνοήν ζωῆς ἐμφυσήσας αὐτῷ», λέει ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος.
(Άσκηση είναι να κάνουμε με επίπονη και κουραστική μετάνοια και έντονη προσπάθεια τις δυνάμεις της ψυχής μας τέτοιες, όπως μας τις έδωσε ο Θεός άπο την αρχή δημιουργώντας τον Αδάμ και εμφυσώντας μέσα του πνοή ζωής).
Με την άσκηση, λέει ο ίδιος ο όσιος, αγωνίζεται ο άνθρωπος να ξαναποκτήσει ευπρέπεια και κοσμιότητα της παλιάς του ευγένειας, να ξαναμορφώσει όλα τα χαρακτηριστικά της εικόνας εκείνου που αρχικά τον έπλασε καθ’ ομοιότητά του, ώστε να ενωθεί μαζί του, που απ’ αυτόν τον χώρισε η ανομοιότητα των δικών του (του ανθρώπου δηλαδή) χαρακτηριστικών.
Άσκηση είναι η εκούσια και ολόψυχη αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου της προσκλήσεως του Κυρίου Ιησού· «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καἰ ἀκολουθείτω μοι»
Άσκηση είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να ενοχοποιήσει τον εσωτερικό του κόσμο, γιατί η αμαρτία τον έχει διασπάσει και τον οδήγησε σε πλήθος αυτονομημένων μέσα του τάσεων και διαθέσεων. Ενώ η αμαρτία του ανθρώπου σημαίνει απομάκρυνση από τον Θεό, γιατί η υπερήφανη στάση του έναντι του Θεού και η απολυτοποίηση του εγώ του τον καθιστούν μισητό και βδελυκτό στα μάτια του κάνοντάς τον να χάνει να χάνει τελικά την θέα και την κοινωνία μαζί του, η άσκηση σημαίνει το αντίθετο. Αποτελεί ταπεινή αναγνώριση εκ μέρους του ανθρώπου όλης αυτής της ανώμαλης καταστάσεώς του και εκδήλωση της διαθέσεώς του να υποταχθεί ολοκληρωτικά πια στο θέλημα του Θεού, που θα τον οδηγήσει πάλι στη «θέα» του Θεού με τρόπο άρρητον και και απερινόητον και εδώ στη γη ακόμα. Και αυτό σημαίνει επανάληψη της βαθειάς και άρρητα μακάριας κοινωνίας μαζί του.
Η άσκηση δεν πρέπει να εκληφθεί ως αυτοτιμωρία και αυτοβασανισμός μαζοχιστικού τύπου, ώστε δια μέσου του να εξιλεωθεί ο Θεός και να αλλάξει έτσι γνώμη και διάθεση έναντι του ασκούμενου. Μια τέτοια αντίληψη θα ήταν καθαρά νομική και δικανική, γιατί θα θεωρούσε την άσκηση ικανή να επανορθώσει μόνη της ό,τι ανεπανόρθωτο έκανε ο άνθρωπος πάνω στην αφροσύνη του. Η άσκηση μ’ αυτήν την αντίληψη θα αποκτούσε «αυτοσωτηριωτικό», χαρακτήρα, ξένον εντελώς προς την σωτηριώδη ενέργεια του Θεού και τη μεγαλειώδη «ὑπέρ νοῦν» συγκατάβασή του «μέχρι τῆς ἐσχατιᾶς ἡμῶν» δια της ενανθρωπήσεως.
Ο Θεός είναι αμετάβλητος. Δεν αλλάζει γνώμη. Τα δώρα του είναι «αμεταμέλητα».
Δεν μετανιώνει ο θεός για ό,τι έκανε και για το όπως το έκανε. Μεταβλητή είναι η ανθρώπινη φύση και μάλιστα «ἐπί τά χείρω», προς το χειρότερο, όπως το μαρτυρεί και η τραγική της πτώση. Θέλοντας την ανεξαρτησία της αρνηθηκε τον Θεό. Και ενώ δεν παύει να «υπάρχει» ο άνθρωπος αρνούμενος τον Θεό, αποξενώνεται δια της αμαρτίας από κάθε μετοχή στη θεία ζωή και χωρίζεται απ’ αυτήν με την παρεμβολή ολόκληρης αβύσσου που είναι η παρακοή και η αυτονομία του. Η αμαρτία, από την οποία πάσχει ο άνθρωπος, δεν είναι παρά βαρειά αρρώστια, αθεράπευτη δε, που διαβιβάζεται από τον Αδάμ και πέρα στη φύση με διαρκές χαρακτηριστικό της την ανυπακοή στο θείο θέλημα, με παραγνώριση του Θεού, που φτάνει στις πιο ακραίες περιπτώσεις σε ενεργητική αθεΐα και απιστία, σε λυσσαλέο πόλεμο εναντίον του.
Η θεία αγάπη βέβαια δεν μένει απαθής. Προσπαθεί όχι να προβεί σε νομική αποκατάσταση και δικαίωση των ανθρώπων εξωτερικά και μηχανικά, αλλά με ανάπλαση της παλαιάς και διεφθαρμένης φύσεώς του σε «καινόν ἄνθρωπον» «κατά Θεόν κτισθέντα». Και η ανάπλαση αυτή και ανακαίνιση γίνεται με εγωκεντρισμό του ανθρώπου στη φύση του σαρκωθέντος Λόγου, με μετοχή στη ζωή της, αφού μυστηριακά έγινε και η μετοχή στον «αδικώτατον» θάνατό του. Δεν παύει όμως παρόλα αυτά να αποτελεί η ανθρώπινη φύση τον «χώρο», μέσα στον οποίο θα δοκιμασθείόχι απλώς μια φορά, αλλά διαρκώς, όσο ζει στον κόσμο αυτό, η ελεθερία του και η εν σχέση του με τον Θεό, ώστε να μην αποτελεί η «καινότης» της φύσεώς του αυθαίρετη και μονομερή ενέργεια του Θεού, αλλά καρπό συνεργισμού, γιατί αυτό είναι από την αρχή το θέλημα του Θεού ως δημιουργού του ανθρώπου. Και ενώ και πάλι είναι δυνατόν να αντιδράσει ο άνθρωπος εναντίον του Θεού και να ξεπεράσει και από τη νέα του κατάσταση, γιατί πως αλλιώς θα ήταν ελέυθερος, όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά από την προπτωτική του κατάσταση. Τότε έπεσε χωρίς τη δυνατότητα ανεγέρσεώς του. Τώρα πέφτει για τον α ή β λόγο, αλλά όσο κι αν πέσει, όσο χαμηλά και αν καταντήσει, μπορεί να ανορθωθεί και να αναγεννηθεί, να ενωθεί και πάλι με τον Θεό, από του οποίου «τῆς χάριτος ἐξέπεσε».
Έρχεται λοιπόν στο σημείο αυτό η άσκηση τόσο ως συνειδητή πια και ελεύθερη ενέργεια του ανθρώπου με σκοπό την αντίσταση στη φυσική (δια)φθορά του, όσο και ως συνειδητοποίηση του πόσο τραγικά φοβερή είναι η πτώση και οι συνέπειές της στην εσωτερική ζωή και ολοκληρία. Συνειδητοποιεί ακόμη την εσωτερική του αντινομία και ακηδία, με την οποία μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να πέσει. Και ενώ με συγκινητικές και ιερές εξάρσεις που καταπλήσσουν και συγκλονίζουν κάποιους άλλους μπορεί να ομολογεί αφιέρωση και αφοσίωση στον Θεό, μπορεί να πέφτει με μανία ασυγκράτητη, όχι δε σπάνια με αληθινή λύσσα, στη ζωή της αμαρτίας και στην υποδούλωση της σάρκας. Οπότε γίνεται ο «κατά φύσιν» και «καινός ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος» πάλι «παλαιός»!
Είναι ομολογουμένως ένα από τα πιο τραγικά ανθρωπολογικά «άπορα» αυτός ο εσωτερικός αντινομισμός του ανθρώπου, πως εχθρός και αντίπαλος του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος διχασμένος και διχοτομημένος σε σημείο που να κάνει ό,τι δεν θέλει και να ενεργεί ό,τι μισεί, πως φτάνει στο σημείο να είναι «αὐτός» και «οὐκ αὐτός», να ανακαλύπτει μέσα του την επαναστατημένη και αυτονομημένη του «σάρκα», την ίδια του τη φύση που αρνείται και την ίδια του τη νέα κατάσταση και κάθε υποταγή στο θείο θέλημα. Είναι παραστατικώτατη πραγματικά η ρήση του μεγάλου γνώστη της ανθρώπινης ψυχολογίας Ιωάννου της Κλίμακος για την περίπτωση αυτή. «Τήν ἐμήν καί οὐκ ἐμήν ἐχθράν φίλην σάρκα, Παῦλος μέν θάνατον προσηγόρευσε… ἕτερος δέ τις θεολόγος ἐμπαθή καί δούλην νυκτερινήν. Εἰ δέ θάνατος ἡ σάρξ, ὁ ταύτην νικήσας πάντως οὐκ ἀποθνήσκει». Αύτος που νικάει τη σάρκα είναι ο «ασκητής» και αυτός αναλαβαίνει να τη «δουλαγωγήσει», δηλαδή να την υποτάξει πέρα για πέρα και να την κάνει υποχείριά του.
Ενώ ο άνθρωπος νομίζει πως είναι αυτό που είναι, με την άσκηση άνακαλύπτει πως δεν είναι μόνο αυτό που είναι, αλλά και κάτι άλλο.
Δεν εξαντλείται η ύπαρξή του μόνο στη σάρκα του και στα θελήματά της. Όταν η σάρκα αυτονομηθεί και αναχθεί σε έσχατο σκοπό, σκοπό καθ’ εαυτόν, σε αυτοσκοπό, σκοπός του ίδιου του εαυτού της, είναι βέβαιο πως κατάληξή της είναι μόνο ο θάνατος. Αυτήν την καταλυτική της ανθρώπινης υπάρξεως διαφθορά, αυτόν τον θάνατο έρχεται να καταπολεμίσει η άσκηση ή, ίσως ακριβέστερα, να συνειδητοποιήσει η άσκηση. Και επιζητώντας η άσκηση «τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί» της κατά την διεξαγωγή της συνεργεί στο να φανερώνεται τελικά «ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί της». «Πεθαίνοντας» με την άσκηση αυτόβουλα ο άνθρωπος ως προς την αυτονόμησή του και ως προς την ανεξαρτησία του έναντι του Θεού, του οποίου αναγνωρίζει την κυριαρχία επάνω του, επάνω στη φύση του, οδηγείται δια της «ζωοποιού νεκρώσεως» (Νικήτας Στηθάτος) στο «κατά φύσιν ζῆν», στη ένωση με τον Θεό, στο «Θεῷ συνεῖναι» «ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος».
Έτσι η άσκηση αποδεικνύεται η πιο ωραία και η πιο ευγενική, αλλά ταυτόχρονα και η πιο γενναία και δυναμική ενέργεια του ανθρώπου ως συνέργεια πια με την θεία χάρη για την επαναφορά του στο «κατά φύσιν είναι» και από αυτό στο «ὑπέρ νοῦν καί κατάληψιν» για τον παραφυσικό άνθρωπο «ὐπέρ φύσιν ζῆν καί ὑπάρχειν».
Αρχιμ. Ευσέβιου Βίττη, «Ηδονή-Οδύνη: ο διπλός καρπός της αισθήσεως»,
Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1990