«Όταν λειτουργούσε βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. Λειτουργούσε πολύ ωραία. Την κάθε λέξη την ένιωθε. Ήθελε να την κατανοεί, να ακούγεται κάθε λέξη…»
«Μία μόνο φροντίδα να έχουμε: Το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού».
Αυτά έγραφε ο άγιος Λουκάς σε μια εγκύκλιο του στους ιερείς της Κριμαίας, εκφράζοντας ως καλός ποιμένας την αγωνία του για το ποίμνιό του που ζούσε μέσα στην άγνοια, μακριά από το φως του Χριστού. Η Κριμαία, όπως διατυπώνει, είναι μια δύσκολη περιοχή, η πνευματικότητα πολύ πεσμένη, χαμηλότερη απ’ όλες τις άλλες περιοχές στις οποίες έζησε και εργάστηκε. Σημείωνε μάλιστα ότι από τότε που διώχθηκαν οι Έλληνες και άλλες ορθόδοξες κοινότητες από την Κριμαία (1944-1947), η πνευματικότητα έπεσε ακόμη περισσότερο.
Όλη αυτή η κατάσταση τον θλίβει βαθύτατα. Σε κάποια από τις Εγκυκλίους του εκφράζει με συγκινητικό τρόπο την αγωνία και τον πόνο του με τα λόγια του αποστόλου Παύλου:
«Λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου…». Προτιμώ εγώ να χωριστώ από το Θεό, παρά να βλέπω εσάς, τα αδύνατα πρόβατα, να είσαστε χωρισμένα από το Θεό.
Η άγνοια και η απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Θεό ήταν πολύ μεγάλη, γεγονός που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Γράφει σε μια άλλη εγκύκλιό του προς τους ιερείς:
«Στην εποχή μας είναι ιδιαίτερα βαρύς ο σταυρός να υπηρετεί κανείς το λαό του Θεού. Το λαό αυτό που βασανίζεται από την πείνα και τη δίψα να ακούσει το λόγο του Κυρίου». Δεν είχε άλλους τρόπους να πολεμήσει αυτή την άγνοια. Το καθεστώς είχε περιορίσει την Εκκλησία μόνο μέσα στους τοίχους των ιερών ναών. Κάθε ποιμαντική προσπάθεια, οποιαδήποτε μορφής κατήχηση, ειδικά των νέων παιδιών, ήταν απαγορευμένη. Αυτή την ελάχιστη δυνατότητα προσπαθούσε να την αξιοποιήσει στο έπακρο: Λειτουργική ζωή και κήρυγμα. Σχεδόν κάθε μέρα λειτουργούσε και απαραιτήτως κήρυττε. Είναι πολύ ενδιαφέροντα όσα διηγείται ο εγγονός του Ν. Σιντόρκιν, που τον υπηρετούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του.
«Όταν λειτουργούσε βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. Λειτουργούσε πολύ ωραία. Την κάθε λέξη την ένιωθε. Ήθελε να την κατανοεί, να ακούγεται κάθε λέξη. Όταν έψαλλε τροπάρια με θέμα την μετάνοια, τα ένιωθε πάρα πολύ και μας τα μετέδιδε. Ήμουν μικρό παιδί τότε, αλλά ακόμη και σήμερα τα θυμάμαι έντονα. Ιδιαίτερη εντύπωση προξενούσε σ’ όλο τον κόσμο όταν έλεγα τα λόγια του Χριστού: «πίετε ἐξ αὑτοῦ πάντες». Δεν τηρούσε το τυπικό. Έκανε μια στροφή, έβγαινε στην ωραία πύλη, κοίταζε τον κόσμο και με δυνατή, συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Πίετε ἐξ αὑτοῦ πάντες, τούτο ἐτσί τό αἷμα μου, τό ὑπέρ ἡμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν». Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Ήταν μια φοβερή στιγμή και μου έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα.

»Ζούσε ακόμη πολύ έντονα την Μεγάλη Εβδομάδα. Συγκλονιζόταν, έκλαιγε. Τα κηρύγματά του ήταν πολύ δυνατά. Το ίδιο και στη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Ύψωνε τον σταυρό πολύ αργά, με κατάνυξη. Ανυπομονούσαμε πότε να τελειώσει. Μετά τη λειτουργία ευλογούσε έναν-έναν τους πιστούς.
»Σιγά-σιγά η υγεία του εξασθενούσε. Ήρθε και η τύφλωση το 1956. Και όμως συνέχιζε να λειτουργεί και να κηρύττει. Όταν τον υπηρετούσα ως υποδιάκονος, υπήρχαν στιγμές που φοβόμουν, πάγωνε η καρδιά μου. Αναρωτιόμουν τι θα γίνει αν χάσει την ισορροπία του ή σκοντάψει και δεν προλάβω να τον συγκρατήσω. Ακόμα και τώρα βλέπω τα άσχημα αυτά όνειρα. Πώς έβρισκε δυνάμεις να συνεχίζει να λειτουργεί; Όταν φτάναμε στο σπίτι το πουκάμισό του ήταν μούσκεμα, μπορούσε να το στύψει κανείς. Όταν οι ακολουθίες ήταν πολύωρες, όπως το Πάσχα, έδεναν τα πόδια του με γάζες γιατί ήταν γεμάτα πληγές. Μόνο ο Κύριος και η βαθιά του πίστη τον βοηθούσαν στα χρόνια αυτά να αντέξει. Στο τέλος της λειτουργίας, όταν τελείωναν οι δυνάμεις και των νέων ακόμη, εκείνος είχε την συνήθεια να κάνει το κήρυγμα, όμως με τέτοια γαλήνη στο πρόσωπο και τέτοιο ενθουσιασμό, ώστε να συνεπαίρνει όλους τους πιστούς και να χάνεται κάθε ίχνος κούρασης.
»Και κάτι άλλο που δείχνει την ταπείνωσή του. Όταν ετοίμαζε ένα κήρυγμα, μας συγκέντρωνε τα βράδια και μας το διάβαζε. Ζητούσε μετά να τους κάνουμε κριτική, παρατηρήσεις και σχόλια. Ο αδελφός μου ο Γιούρι, ο οποίος είχε τελειώσει Πανεπιστήμιο, πάντα είχε να κάνει κάποιο σχόλιο. Ο άγιος τον άκουγε με προσοχή και, αν χρειαζόταν, διόρθωνε κάτι. Κάποιες φορές μάς μιλούσε και για τις διώξεις που υπέστη. Μιλούσε απλά αλλά και με κάποιο πόνο. Και βέβαια μιλούσε σιγά για να μην τον ακούνε έξω. Τότε και οι τοίχοι είχαν αυτιά».
Απόσπασμα προλόγου του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Νεκταρίου
«Εις οικοδομήν του Σώματος του Χριστού, Τόμος Γ’», εκδόσεις «Ἐπιστροφή»
«Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός»