Κυριακή ΙΣΤ’ (Α’ Λουκᾶ), Θεοτόκου τῆς «Μυρτιδιωτίσσης» – Λκ. 5, 1-11.
«Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν…»
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ῾Ως δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Εκείνο τον καιρό βρισκόταν ο Ιησούς κοντά στην λίμνη Γεννησαρέτ και είδε δύο καράβια που βρίσκονταν δίπλα στην λίμνη. Οι ψαράδες αυτών είχαν κατέβει από τα καράβια αυτά και έπλεναν τα δίχτυα τους. Μπαίνοντας σε ένα από αυτά τα καράβια, το οποίο ήταν του Σίμωνα, παρακάλεσε αυτόν να απομακρυνθεί λίγο από τη στεριά. Και από εκεί που κάθισε δίδασκε από το πλοίο τον όχλο που είχε μαζευτεί. Όταν σταμάτησε να μιλάει είπε προς τον Σίμωνα: «Πηγαίνετε προς στα βαθιά και σκορπίστε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Του αποκρίθηκε ο Σίμων: «Διδάσκαλε, όλη την νύχτα κοπιάζαμε και δεν πιάσαμε τίποτα. Αλλά επειδή το λες Εσύ θα ρίξω τα δίχτυα». Και πράττοντας έτσι έπιασαν πολύ μεγάλο αριθμό ψαριών, τόσο πολύ που άρχισε να σκίζεται το δίχτυ τους. Και έκαναν νεύμα στους συνέταιρους τους που βρίσκονταν το άλλο καράβι να έρθουν για να τους βοηθήσουν. Και ήρθαν και γέμισαν και τα δύο πλοιάρια, τόσο πολύ ώστε άρχισαν αν βυθίζονται. Βλέποντας αυτό το γεγονός ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε: «Βγες από το πλοίο μου, διότι είμαι αμαρτωλός άνθρωπος Κύριε», καθώς είχε καταλάβει αυτόν και το πλήθος τεράστιος θαυμασμός για την ποσότητα των ψαριών που είχαν πιάσει. Ομοίως είχαν θαυμάσει και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι υιοί του Σεβεδαίου, οι οποία ήταν συνέταιροι του Σίμωνα. Και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς: «Μη φοβάσαι, από εδώ και στο εξής θα γίνεις ψαράς ανθρώπων». Και αφού οδήγησαν τα πλοία τους στη στεριά, αφήσαν τα πάντα και ακολούθησαν Αυτόν.
Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή
Ευαγγέλιο Κυριακής 24.9.2023