Μνεία τῆς τοῦ παραλύτου θεραπείας – Ἱω. 3, 1-15
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…»
Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Εστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Εν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Άγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ην δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Έλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Απεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Ηρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ο δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Απῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Μετά από αυτά, ήταν εκείνη την περίοδο η εορτή των Ιουδαίων και ανηφόρισε ο Ιησούς προς τα Ιεροσόλυμα. Βρισκόταν, μάλιστα, στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατική κολυμβήθρα, την λεγόμενη αλλιώς στα εβραϊκά και Βηθεσδά, η οποία είχε πέντε στοές. Σε αυτές βρίσκονταν κατάκοιτοι πλήθος ασθενών, τυφλών, κουτσών, παραλύτων, περιμένοντας να υπάρξει κάποια κίνηση στα νερά της. Άγγελος Κυρίου κατά κάποια διαστήματα κατέβαινε σε αυτή τη κολυμβήθρα και τάραττε τα νερά της. Ο πρώτος, λοιπόν, ο οποίος θα έμπαινε σε αυτή μετά την ταραχή του νερού γινόταν υγιής, ασχέτως με το τι νόσημα τον ταλαιπωρούσε. Βρισκόταν εκεί κάποιος άνθρωπος ο οποίος είχε την ασθένειά του τριανταοκτώ χρόνια. Βλέποντάς τον κατάκοιτο ο Ιησούς και γνωρίζοντας ότι βρισκόταν εκεί για πολύ καιρό τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις υγιής;» και του απεκρίθηκε ο ασθενής: «Κύριε, άνθρωπο δεν έχω ώστε όταν ταραχθεί το νερό να με βάλει στην κολυμβήθρα. Έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να μπω στο νερό, κατεβαίνει σε αυτό άλλο». Είπε σε αυτόν ο Ιησούς: «Σήκω, σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα». Και ήταν Σάββατο εκείνη την ημέρα και έλεγαν οι Ιουδαίοι στον θεραπευμένο παράλυτο: «Είναι Σάββατο, δεν επιτρέπεται να κουβαλάς το κρεβάτι σου». Απεκρίθηκε σε αυτούς: «Αυτός που με θεράπευσε, εκείνος μου είπε να σηκώσω το κρεβάτι μου και να περπατήσω». Ρώτησαν αυτόν, ποιος ήταν ο άνθρωπος που του το είπε αυτό, να σηκώσει το κρεβάτι σου και να περπατήσει. Ο θεραπευμένος δεν ήξερε ποιος ήταν, γιατί ο Ιησούς χάθηκε μέσα στο πλήθος το οποίο είχε μαζευτεί στο σημείο. Μετά από όλα αυτά, τον βρήκε αυτόν ο Ιησούς στο ιερό του ναού και του είπε: «Δες ότι έγινες υγιής. Μην αμαρτάνεις άλλο, ώστε να μην σου συμβεί τίποτα χειρότερο». Και έφυγε ο άνθρωπος αυτός και ανήγγειλε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον έκανε υγιή.
Απόδοση στη Νεοελληνική: Απόδοση στη Νεοελληνική
Ευαγγέλιο της Κυριακής του Παραλύτου