Κυριακή Γ’ ἀπό τοῦ Πάσχα – Τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἔτι δέ Ἰωσήφ τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας καί τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου – (Μρ. 15, 43-16, 8)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς μὴ ἐκθαμβεῖσθε ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Τον καιρό εκείνο, ερχόμενος ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία, ο οποίος ήταν ευπρεπής βουλευτής, ο οποίος και αυτός περίμενε να έρθει η βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει μπροστά στον Πιλάτο και να ζητήσει το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγην για το γεγονός ότι είχε ήδη πεθάνει και για αυτό διέταξε τον εκατόνταρχό και τον ρώτησε αυτό αν όντως πέθανε πριν από λίγη ώρα. Και όταν πληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχο το γεγονός, χάρισε στον Ιωσήφ το σώμα. Ο Ιωσήφ, αφού αγόρασε σινδόνη και κατέβασε Αυτόν, Τον τύλιξε με την σινδόνη και τον έθεσε σε τάφο, το οποίο είχε ανοιχθεί μέσα στην πέτρα και κύλισε μεγάλη πέτρα μπροστά στην πόρτα αυτού του τάφου. Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσήφ είδαν που τέθηκε το σώμα του. Και όταν έγινε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα για να έλθουν και να αλείψουν το σώμα Του. Και όταν νωρίς τα ξημερώματα της πρώτης μέρας μετά το Σάββατο ήρθαν στον τάφο, όταν είχε ανατείλει ο ήλιος, αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους ποιος θα κυλίσει την πέτρα που ήταν μπροστά στην είσοδο. Και όταν κοίταξαν προς εκεί, είδαν ότι είχε κυλιστεί η πέτρα, ο οποίος ήταν πολύ μεγάλος. Και μπαίνοντας στον τάφο είδαν έναν νεαρό καθισμένο στα δεξιά, περιβαλλόμενο από λευκή στολή και εκθαμβώθηκαν. Ο δε άγγελος είπε προς αυτές «Μην φοβάσθε, ζητείτε τον Ιησού από την Ναζαρέτ που σταυρώθηκε. Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Ιδού το σημείο που έθεσαν το σώμα Του. Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές Του και στον Πέτρο, ότι σας στέλνει στην Γαλιλαία, οπού εκεί θα τον δείτε, όπως ακριβώς σας είπε». Και βγαίνοντας οι γυναίκες από το μνημείο τις είχε κυριεύσει τρόμος και έκσταση και δεν είπαν σε κανέναν τίποτα από όσα είδαν, διότι φοβόντουσαν πολύ.
Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή
Ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων