Ευαγγέλιο Κυριακής 20.2.2022

Ευαγγέλιο Κυριακής 12.2.2023 - Ευαγγέλιο - Κείμενα - Απαρχή

Κυριακή ΙΖ’ Λουκά – Τοῦ Ἀσώτου (Λκ. 15.11-32)

«Ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη…»

Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.


Απόδοση στη Νεοελληνική

Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους. Είπε λοιπόν, ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα του: «Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου αναλογεί» και ο πατέρας μοίρασε την περιουσία του σε αυτούς. Ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος τα πήρε όλα και έφυγε σε χώρα μακρινή, και εκεί σκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα. Όταν, όμως, τα ξόδεψε όλα, ήρθε μεγάλη πείνα σε εκείνη τη χώρα και έτσι άρχισε να στερείται τα αναγκαία. Και έτρεξε για βοήθεια σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και αυτός τον έστειλε στα χωράφια του, να βόσκει τους χοίρους. Επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα αποφάγια, τα οποία έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδινε. Και όταν συνήλθε, είπε: «Σε πόσους εργάτες του πατέρα μου τους περισσεύει ψωμί, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα. Θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου και θα του πω: «Πατέρα, αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν σου. Δεν είμαι άξιος να αποκαλούμαι υιός σου. Κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου». Και σηκώθηκε και πήγε στον πατέρα του. Και ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά από το σπίτι, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, και τρέχοντας έπεσε στην αγκαλιά του και τον καταφίλησε στο λαιμό. Και είπε σε αυτόν ο υιός: «Πατέρα, αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να αποκαλούμαι υιός σου». Είπε όμως ο πατέρας στους δούλους του: «Φέρτε τη στολή που φορούσε πρώτα, ντύστε τον και βάλτε δακτυλίδι στο χέρι του και παπούτσια στα πόδια του, φέρτε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το και αφού φάμε, ας χαρούμε, διότι ο γιος μου ήταν νεκρός και έζησε ξανά, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Και άρχισαν να χαίρονται. Όμως ο μεγάλος του γιος ήταν στον αγρό και καθώς ερχόταν, πλησίασε στο σπίτι, άκουσε μελωδίες και χορούς, και αφού κάλεσε έναν από τους δούλους, ρώτησε τι γινόταν. Αυτός του είπε: «Ο αδελφός σου ήρθε και ο πατέρας σου έσφαξε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, διότι τον έλαβε πίσω υγιή». Και οργίσθηκε αυτός και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Ο πατέρας του λοιπόν, βγήκε έξω και τον παρακαλούσε. Αυτός, αποκρινόμενος, είπε στον πατέρα: «Τόσα χρόνια δουλεύω για εσένα και ποτέ δεν παράκουσα εντολή σου, και σε εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να χαρώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ο γιος σου αυτός, ο οποίος κατέφαγε την περιουσία σου σε πόρνες γύρισε, εσύ έσφαξες γι’ αυτόν το μοσχάρι το καλοθρεμμένο». Και ο Πατέρας του είπε: «Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και όλα όσα έχω είναι δικά σου. Πρέπει όμως να χαρείς, διότι ο αδελφός σου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».

Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή

Ευαγγέλιο Κυριακής 11.2.2023