Κυριακή ΙΣΤ’ Λουκά – Τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου (Λουκ. 18.10-14)
«Ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται…»
Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον ναό, για να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος, αφού στάθηκε επιδεικτικά, προσευχήθηκε λέγοντας: «Θεέ μου, σε ευχαριστώ, διότι δεν είμαι, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, κλέφτες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο τελώνης. Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα για το Σάββατο, δίνω το ένα δέκατο από όλα όσα αποκτώ». Και ο τελώνης, που στεκόταν μακριά, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει προς τον ουρανό, αλλά βάραγε το στήθος του λέγοντας: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό». Σας λέω, λοιπόν, αυτός κατέβηκε δικαιωμένος στο σπίτι του παρά ο άλλος. Διότι, όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί.
Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή
Ευαγγέλιο Κυριακής 5.2.2023