Δ’ Εωθινόν Δοξαστικό – Ἦχος δ’.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ | ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ |
---|---|
Ὄρθρος ἦν βαθύς, καὶ αἱ Γυναῖκες ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμά σου Χριστέ, | Ήταν πολύ νωρίς τα ξημερώματα και οι γυναίκες έρχονταν στο μνήμα σου Χριστέ, |
ἀλλά τὸ σῶμα οὐχ εὑρέθη, τὸ ποθούμενον αὐταῖς· | αλλά το Σώμα σου, αυτό το οποίο ήθελαν να βρουν, δεν βρέθηκε. |
διὸ ἀπορουμέναις, οἱ ταῖς ἀστραπτούσαις ἐσθήσεσιν ἐπιστάντες. | Για αυτό ενώ απορούσαν, στάθηκαν κοντά τους οι αστράπτοντες Άγγελοι και τους έλεγαν: |
Τί τὸν ζῶντα μετὰ τῷν νεκρῶν ζητεῖτε; ἔλεγον. Ἠγέρθη ὡς προεῖπε, τί ἀμνημονεῖτε τῶν ῥημάτων αὐτοῦ; | «Τι ζητείτε Αυτόν που ζει ανάμεσα στους νεκρούς; Αναστήθηκε, όπως είχε πει πει. Γιατί δεν θυμόσαστε τους λόγους Του;» |
Οἷς πεισθεῖσαι, τὰ ὁραθέντα ἐκήρυττον, | Αφού πείσθηκαν οι γυναίκες, κήρυξαν για αυτά που είδαν, |
ἀλλ’ ἐδόκει λῆρος τὰ εὐαγγέλια, οὕτως ἦσαν ἔτι νωθεῖς οἱ Μαθηταί· | αλλά φαινόντουσαν σαν φλυαρίες τα χαρμόσυνα αυτά νέα, τόσο νωθροί ήταν οι μαθητές. |
ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἔδραμε, καὶ ἰδὼν ἐδόξασέ σου, πρὸς ἑαυτὸν τὰ θαυμάσια. | Αλλά ο Πέτρος έτρεξε προς το μνήμα Σου και αφού είδε ο ίδιος δόξασε τα θαύματά Σου. |