Απόσπασμα του άρθρου «Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν (1923-1938) Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου γιά τόν ἅγιο Νεκτάριο» του κ. Κωστή Κοκκινόφτα από το βιβλίο «Άγιος Νεκτάριος: Ἀφιερωματικός τόμος ἐπί τῇ συμπληρώσῃ ἐκατόν ἐτών ἀπό τήν κοίμησή του (1920-2020)» της Ἱεράς Μητροπόλεως Τριμυθοῦντος.
Μία από τίς πρῶτες μαρτυρίες γιά τή ζωή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, πού γράφτηκαν ἀμέσως μετά τήν ὀσιακή κοίμησή του, ἀνήκει στόν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος γνώριζε και ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τόν Ἅγιο. Θαύμαζε ἰδίως τό συγγραφικό του ἔργο καί παρουσίασε μέ θερμά σχόλια στό περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας «Εκκλησιαστικός Φάρος» μερικά ἀπό τά βιβλία, που ἐξέδωσε ο Ἅγιος κατά καιρούς. Συνδέθηκε δέ μέ τή γυναικεία Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποία ἵδρυσε ο Ἅγιος, καί μερίμνησε γιά τήν ἐπίλυση διαφόρων ἐκκρεμοτήτων, πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἀδελφότητά της, ὅπως αὐτήν τῆς ἀναγνώρισής της, τό 1924, ὡς μίας ἀπό τίς ἐν ἐνεργείᾳ Μονές τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπαγόμενη στή διοίκησή της καί στούς ἰσχύοντες νόμους και κανόνες.
Λόγῳ τοῦ μεγάλου σεβασμοῦ, πού ὁ Χρυστόστομος Παπαδόπουλος εἶχε γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο, ὅταν πληροφορήθηκε τήν κόιμησή του, ἔγραψε καί δημοσίευσε στό περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας «Πάνταινος» κείμενο για τη ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου. Σέ αὐτό, ὁ Παπαδόπουλος παραθέτει πολλές καί ἐνδιαφέρουσες βιογραφικές πληροφορίες γιά τόν Ἅγιο. ὁρισμένες ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἄγνωστες ἀπό ἄλλες πηγές, καί καταθέτει τίς ἐντυπώσεις του γιά τόν τρόπο τοῦ βίου, τό ἦθος καί τή συγγραφική του προσφορά. Ἀναφέρεται ἀκόμη στή σπουδαία πνευματική του δράση, προσθέτοντας ὅτι ἦταν ἀσκητικότατος καί γλυκύτατος στούς τρόπους, γεγονός πού τόν καθιστοῦσε ἰδιαίτερα ἀγαπητό σέ ὅσους τόν γνώριζαν. Τονίζει δέ, ὅτι ὁ Ἅγιος ὑπῆρξε τύπος ἀρχαίου ἀσκητῆ καί ζηλωτῆ διδασκάλου, ὁ ὁποῖος ἀπό τό ἐρημητήριό του στήν Αἴγινα ἐργαζόταν συστηματικά καί μέ ἱεραποστολικό ζῆλο γιά τόν πνευματικό φωτισμό τῶν πιστῶν.


μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α’
«Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος»
Τῇ 9ῃ Νοεμβρίου ἐξέλιπε τόν βίον ὁ Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, Ἱεράρχης σεβασμιώτατος, περικοσμούμενος μέν ὑπό μεγάλων ἀρετῶν, σπουδαίαν δέ ἀναπτύξας κατά τόν βίον αὐτοῦ δρᾶσιν.
Ό ἀείμνηστος Νεκτάριος ἐγεννήθη τῇ 1ῃ Ὀκτωβρίου 1847 ἐν Σηλυβρίᾳ τῆς Θράκης, ἔνθα κ’ τῆς πρώτης ἔτυχε παιδεύσεως. Ἐκ τῆς πατρίδας αὐτοῦ εἰς Κωνσταντινούπολιν μεταβάς κ’ ἐκεῖ τάς σπουδάς αὐτοῦ συνέχισας, πρός τόν αὐτόν σκοπόν ἦλθεν εἰς Ἀθήνας τῷ 1866, ἀλλ’ ἕνεκα τῶν τότε πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν, μή παραμείνας ἐνταῦθα, ἐπανέκαμψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, προσληφθείς ὑπό τοῦ συγγενοῦς αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου Τριανταφυλλίδου, διευθυντοῦ τῆς ἐν Φαναρίῳ Ἁγιοταφικῆς Σχολῆς, ὡς βοηθός. Τριετίαν διαμείνας ἐν τῇ θέσει ταύτῃ κ’ ἐπί ἕν ἔτος χρηματίσας γραμματεύς Ἑταιρίας τινός, περί τό 1871 μετέβη εἰς Χίον, ἔνθα διορίσθη Δημοδιδάσκαλος τῆς Σχολῆς τοῦ χωρίου Λιθίου (Λιθί Λιμένος).
Ἐκεῖ γνωρισθείς μετά τοῦ Μητροπολίτου Χίου Γρηγορίου συνεστήθη ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τήν Νέαν Μονήν κ’ ἐκάρη μοναχός ἐν αὐτῇ εἶτα δ’ ἐχειροτονήθη ἱεροδιάκονος ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Γρηγορίου. Ἀλλ’ ἐπιποθῶν νά συμπληρώσῃ τήν θεολογικήν αὐτοῦ μόρφωσιν τῷ 1882 ἦλθεν εῖς Ἀθήνας κ’ τάς Γυμνασιακάς ἐξετάσεις ἐν τῷ Βαρβακείῳ Λυκείῳ ὑποστάς εἰσήχθη εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου, τῇ προστασίᾳ τοῦ Δημοσθένους Χωρέμη, εἰς ὅν συνέστησεν αὐτόν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος.
Μετά τήν ἐκ τοῦ Πανεπιστημίου ἀποφοίτησιν προσελήφθη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Καί τῇ μέν 23ῃ Μαρτίου 1886 ἐχειροτονήθη εἰς Πρεσβύτερον, τῇ δέ 6ῃ Αὐγούστου τοῦ αὐτοῦ ἔτους προεχειρίσθη Μέγας Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου κ’ γενικός Πνευματικός πάσης Αἰγύπτου, διορισθείς ἅμα Πατριαρχικός Ἐπίτροπος κ’ διευθυντής τοῦ Πατριαρχικοῦ Γραφείου ἐν Καΐρῳ. Μετά τοιαύτης δ’ εὐδοκιμήσεως διεξήγαγε τήν ὑψηλήν ἐκείνην διακονίαν, ὥστε ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος, τῇ 15ῃ Ἰανουαρίου 1889, ἐχειροτόνησεν αὐτόν εἰς Μητροπολίτην Πενταπόλεως, συλλειτουργούντων αὐτῷ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σιναίου Πορφυρίου κ’ τοῦ πρῲην Κερκύρας Ἀντωνίου Χαριάτου, παρεπιδημοῦντος τότ’ ἐν Αἰγύπτῳ.
Μετά πενταετῆ, ὅμως, ὑπηρεσίαν ἀπελθών ἐξ Αἰγύπτου μετ’ ἀπολυτηρίων γραμμάτων τοῦ Πατριάρχου, κατ’ Αὔγουστον τοῦ 1890, ἦλθεν εἰς Ἀθήνας κ’ εἰς τήν διακονίαν τῆς ἐν Ἐλλάδι Ἐκκλησίας προσληφθείς διωρίσθη Ἱεροκῆρυξ κατ’ ἀρχάς μέν τῆς ἐπαρχίας Εὐβοίας, εἶτα δέ τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος κ’ Φωκίδος, ἄχρις οὗ, τῇ 7ῃ Μαρτίου 1899, διωρίσθη Διευθυντής τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, ὠφελιμώτατα ἐργασθείς ἐν αὐτῇ ἐπί δέκα κ’ τέσσαρα ἔτη. Τῇ 30ῇ Μαρτίου 1908, παραιτήσας τήν διεύθυνσιν τῆς Σχολῆς, μετέβη εἰς Αἴγιναν, ἔνθα ἵδρύσε τήν γυναικείαν Μονήν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐγκαταβίωσας ἐν αὐτῇ κ’ ἀπομακρυνθείς ἐξ αὐτῆς μόνον πρό δύο περίπου μηνῶν, πρός ἀποθεραπείαν ἐν Αθήναις. Ἀλλά δυστυχῶς μετεκομίσθη νεκρός εἰς τήν Μονήν, ἐν ᾗ ὁ βίος αὐτοῦ ὑπῆρξεν ἀσκητικώτατος, εἰς μέγαν βαθμόν ἀναπτύξας τάς χριστιανικάς αὐτοῦ ἀρετάς.
Καί ἀπό τοῦ ἐρημητηρίου δ’ ἐκείνου ὁ Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος ἐξηκολούθει διδάσκων διά τῶν συγγραφῶν αὐτοῦ τήν χριστιανικήν κοινωνίαν. Διότι, φιλομαθέστατος ὤν κ’ μέγαν ἔχων ζῆλον πρός πνευματικόν φωτισμόν τοῦ λαοῦ, ὑπῆρξεν ἀκαταπόνητος κ’ πολυγραφώτατος συγγραφεύς, ἐκτός διαφόρων προσευχῶν κ’ ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων ποικίλα ἠθικά συγγράματα κ’ πραγματείας θεολογικάς δημοσιεύσας, πρός δέ κ’ δίτομον ἱστορίαν τοῦ Σχίσματος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Αἱ συγγραφαί αὐτοῦ στεροῦνται πρωτοτυπίας, ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας κ’ τάξεως περί τήν ἐκθεσιν, ἀλλ’ ἦσαν κ’ θά ὦσιν ὠφελιμώταται διά τόν πολύν λαόν, δι’ ὅν προωρίζοντο ὑπό τοῦ συγγραφέως.
Γλυκύτατος τούς τρόπους κ’ ὠφελιμώτατος ὁ καλοκάγαθος Ἱεράρχης καθίσταντο λίαν ἀγαπητός κ’ σεβαστός εἰς τούς γνωρίζοντας αὐτόν, λίαν δ’ ἐτιμᾶτο κ’ ὑπό τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς κ’ ὑπό τοῦ λαοῦ τῆς Αἱγίνης κ’ ὑπό πάντων τῶν ἐπισκεπτομένων αὐτόν, ἤ συνδεομένων μετ’ αὐτοῦ, διά τάς ἀρετάς αὐτοῦ, τήν παιδείαν κ’ ἀσκητικόν βίον. ‘Υπῆρξεν ἀληθῶς ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος τύπος ἀρχαίου ἀσκητοῦ κ’ ζηλωτοῦ διδασκάλου, ἐξόχως συμπαθής φυσιογνωμία Όρθοδόξου Ἱεράρχου.
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12ῃ Ἰουνίου 1912.
Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος
«Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος»