Στο πέλαγος της Ιστορίας…
Καθώς χριστιανική θεολογία είναι λόγος περί Θεού αποκαλυπτόμενου εν Χριστώ Ιησού, ο Ιησούς Χριστός απετέλεσε διαχρονικά το κέντρο κάθε λόγου, είτε κηρυκτικού, είτε διδακτικού, είτε ποιμαντικού. Όταν το Ευαγγέλιο έφθασε από την σημιτική Παλαιστίνη στην ελληνορωμαϊκή Οικουμένη (κι αυτό έγινε πολύ γρήγορα), βασικός τρόπος συγκρότησης της ενότητας της Εκκλησίας ήταν η συμφωνία για το πρόσωπο και τη φύση του Ιησού Χριστού. Όσο πιο πολύ διαδιδόταν ο Χριστιανισμός στην κοινωνία, τόσο πιο έντονη γινόταν η αναζήτηση γι’ αυτή τη συμφωνία. Όλος ο 4ος αι. συγκλονίστηκε από το πρόβλημα της θεότητας του Ιησού Χριστού – ήταν οι λεγόμενες τριαδολογικές έριδες. Όλος ο 5ος αι. συγκλονίστηκε από το πρόβλημα της σχέσης Θεού και ανθρώπου μέσα στον Χριστό – ήταν οι λεγόμενες χριστολογικές έριδες. Μεγάλοι θεολόγοι, κυρίως επίσκοποι που είχαν κυρίως συμπυκνώσει και το διδακτικό έργο μέσα στην Εκκλησία αλλά κι έναν καινούριο δημόσιο ρόλο μέσα στις ελληνορωμαϊκές πόλεις, παρήγαγαν αξεπέραστα δείγματα θεολογικού στοχασμού και μεγαλοφυούς χρήσης της ανθρώπινης λογικής που είχε τελειοποιηθεί μέσα από την ελληνική παιδεία και φιλοσοφία.
Όμως, αυτή η μεγάλη πορεία, της οποίας κορυφαίοι καρποί ήταν το Σύμβολο Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και ο χριστολογικός Όρος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου το 451, φαίνεται να μη συνεχίζεται πολύ μετά το τέλος του 5ου αι. Οι επόμενες Οικουμενικές Συνόδοι ανατρέχουν σε ανθολόγια πατερικών χωρίων προγενέστερων έργων και κινούνται σε παρόμοια προβληματική. Οι μεγάλοι θεολόγοι είναι πλέον φευγαλέες μορφές ταπεινών μοναχών. Όταν δεν αγνοούμε τελείως το όνομά τους (όπως στην περίπτωση του συγγραφέα των λεγόμενων Αρεοπαγιτικών συγγραμάτων), γνωρίζουμε πολύ λίγα γι’ αυτούς. Ακόμη και για τον Μάξιμο Ομολογητή δεν συμφωνούν οι ειδικοί για τον τόπο καταγωγής του. Για τον Ιωάννη της Κλίμακος υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις για τη χρονολόγησή του, για τον Αναστάσιο Σιναΐτη και τον Λεόντιο Βυζάντιο δεν ξέρουμε αν καθένα απ’ αυτά τα ονόματα ή περισσότερα, για τον Νείλο Σιναΐτη, πόσα από τα έργα του ήταν του Ευαγρίου του Ποντικού και πάει λέγοντας. Ο μοναχός Ιωάννης Δαμασκηνός (που κλείνει την κλασική πατερική περίοδο) ζει σ’ ένα μεγάλο χριστιανικό μοναστικό και προσκυνηματικό κέντρο στον Αραβόφωνο χώρο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Πράγματι, οι ελληνορωμαϊκές πόλεις που έθρεψαν τη θεολογία των προηγούμενων αιώνων (εκπαιδεύοντας επισκόπους) παρακμάζουν θεσμικά, οικονομικά, δημογραφικά μέσα από φυσικές καταστροφές και επιδρομές. Μετά το 451 πολλοί αυτοκράτορες καταστέλλουν τη θεολογική συζήτηση για να έχουν ησυχία, ενώ οι ίδιοι καθώς και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι γενναιόδωρα χορηγούν μεγάλα μοναστικά κέντρα και προσκυνήματα για λόγους όχι μόνο ευσέβειας αλλά και πολιτικής (σε μια εποχή που αυτά δεν διαχωρίζονται πλήρως), καθώς ο μαοναχισμός είχε μια μεγάλη δυναμική από τον 4ο αι. κοντά στον παραμελημένο άνθρωπο της υπαίθρου ή τον απηυδισμένο από τη διαφθορά άνθρωπο της πόλης. Έτσι, η αρχική μοναστική γραμματεία (την οποία πόλι επίσκοποι δημιουργούσαν, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Παλλάδιος Ελενοπόλεως και άλλοι) γιγαντώνεται με τη μορφή αποφθεγμάτων, βίων αγίων, σύντομων διηγήσεων και παραινετικών λόγων ως ανάγνωσμα σε μοναστήρια και κύκλους προσκυνητών, στον νάρθηκα εκκλησιών κατά τον όρθρο η και υμνογραφίας, και λιγότερο ως θεολογική πραγματεία. Αν και αναπτύσσεται με λεπτές ψυχολογικε΄ς και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις για την πνευματική ζωή («νηπτική γραμματεία»), πολλοί την υποβαθμίζουν αθέλητα ως «εποικοδομητικό», «αγιολογικό». «λαϊκό» και όχι πραγματικά θεολογικό έργο. Είναι, όμως, έτσι; Ήδη από τα τέλη του 4ου αι. η άσκηση μετασχηματίζεται σε «θεωρία» κυρίως με το έργο του Ευάγριου Ποντικού (399) με αμφιλεγόμενο τρόπο (λόγω συγγενείας του με ιδέες του Ωριγένους). Στον ελληνορωμαϊκό χώρο επανεμφανίζεται μετά τα μέσα του 5ου αι. επαναμεταφρασμένο και τροποποιημένο από τα Συριακά μιλώντας για τη φύση του ανθρώπου, της σωτηρίας ή της ψυχής.
Την ίδια εποχή το αρεοπαγιτικό έργο σχολιάζοντας τη λατρεία μιλά για τη γνώση του Θεού και τον ρόλο των αγγέλων. Πολλοί άλλοι συγγραφείς με κορυφαίο τον Μάξιμο τον Ομολογητή (που τελικά ξαναοδηγεί ολ’ αυτά τα ζητήματα στη Χριστολογική συζήτηση για τα θελήματα του Χριστού) μέσα από θεματικές, όπως της ψυχής μετά τον θάνατο, του μεσιτευτικού ρόλου των αγίων, κλπ. τελικά συζητούν για τον Χριστό. Όχι μόνο ο άγιος Μάξιμος αλλά και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος τον 6ο αι., και ο Αναστάσιος Σιναΐτης τον 7ο γράφουν εναντίον Ευτυχιανών (δηλ. Μονοφυσιτών θα λέγαμε) και Νεστοριανών με επιχειρήματα από την «κατασκευή του ανθρώπου», κάποτε αξιοποιώντας αθόρυβα την ευαγριανική κληρονομιά. Είναι και αυτή μια θεολογία αλλά στις ανάγκες της εποχής τους. Άνθρωποι όλων των τάξεων τρομοκρατημένοι από την καταστροφή του αρχαίου κόσμου, τον φόβο για το επικείμενο τέλος, την άνοδο των «Ισμαηλιτών», ή αναγκασμένοι σε συμβίωση μαζί τους, ενδιαφέρονται πλέον για τη φύση, τον κόσμο, την ψυχή τους. Έτσι, «φιλτράρουν» και προσλαμβάνουν τη συζήτηση για τη φύση του Χριστού στη δική τους γλώσσα. Δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο θεολογία. Είναι ένα παράδειγμα για όλους μας ότι η συζήτηση για τον Χριστό ενυπάρχει πάντα με νέους τρόπους σε διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις και πνευματικές αναζητήσεις και δεν νοείται θεολογία μόνο η ανακύκλωση της αριστοτελικής μεθοδολογίας του 4ου αι. παρά τους κορυφαίους καρπούς της.
Δημητρίου Ν. Μόσχου, Η θεολογία μετά την θεολογία,
Περιοδικό «Εφημέριος», τεύχος Μαΐου -Ιουνίου