Πρωτότυπο – Ἦχος πλ. δ’ | Απόδοση στη Νεοελληνική |
---|---|
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή, | Κύριε, η βουτηγμένη στην αμαρτία γυναίκα, |
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, | σαν ένιωσε τη Θεότητά Σου, ανέλαβε το ρόλο της μυροφόρου, |
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. | και με οδυρμούς σου προσκόμισε τα μύρα πριν από τον ενταφιασμό Σου. |
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. | Αλίμονο!, φωνάζει, βρίσκομαι σε βαθύ σκοτάδι, στον οίστρο της ακολασίας, σε νύχτα παγερή και αφέγγαρη, στον έρωτα της αμαρτίας. |
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· | Δέξου, Κύριε, τις πηγές των δακρύων μου, εσύ που μαζεύεις στα σύννεφα το νερό της θάλασσας. |
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· | Λύγισε για χάρη μου και αφουγκράσου τους στεναγμούς της καρδιάς μου. Εσύ, που λύγισες τους Ουρανούς με την απερίγραπτή Σου κένωση. |
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, | Θα καταφιλήσω τα πόδια σου και θα τα σκουπίσω ξανά με τις τρίχες της κεφαλής μου. |
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. | Αυτά τα πόδια, από τα οποία κρύφτηκε η Εύα από τον φόβο της τότε, εκείνο το δειλινό στον Παράδεισο. |
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; | Τις ορδές των αμαρτιών μου, αλλά και την άβυσσο της αγαπητικής Σου κρίσης, ποιος θα εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρα μου; |
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. | Μη με αποστραφείς, Εσύ, που έχεις ανεξάντλητη την ελεημοσύνη. |
Ποίημα Κασσιανὴς Μοναχῆς
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή…»