Γυμνός από τη δόξα της θεότητας με μορφή δούλου, γυμνός θα γεννηθεί και γυμνός θα πεθάνει…
Φεύγοντας ο Αδάμ από τον παράδεισο, άφησε πίσω του το πατρικό του σπίτι, τον κήπο και τη πατρίδα που κατάγεται. Σαν ξένος περιτριγυρίζει εις χώραν μακράν, σε ξένο τόπο με ξένη περιβολή ντυμένος μα και ξένος προς τον πατέρα. Καμιά πατρίδα δεν φτάνει να καλύψει την γλυκιά ανάμνηση της πρώτης, είναι βλέπεις θείο μα και πικρό τούτο το νόστιμον ήμαρ, είναι αλλιώτικο. Ξένος από τόπο και γονιό μα και γυμνός, γυμνός και στο σώμα του και στην ψυχή του. Κι ο πατέρας βλέποντας το παιδί του ξένο και γυμνό, θέλοντας να το σώσει, τέτοια είναι η αγάπη του, που γίνεται και εκείνος ξένος και ξενιτεύεται και πηγαίνει στη χώρα που το παιδί του πήγε και γίνεται και ξένος και γυμνός, γυμνός για να προσλάβει να αγιάσει και να φέρει ξανά κοντά του το παιδί του. Από χώρα μακρά εις αναμάρτητο χώρα κοντά στους κόλπους τους πατρικούς και αγκαλιάζει το πλάσμα του ο ξένος για να μην είναι πια και εκείνο ξένο. Γιατί για εκείνον θα πει ο Ιωσήφ «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους», γίνεται ο κατεξοχήν ξένος για να μην είναι κανένας ξένος. Γυμνός από τη δόξα της θεότητας με μορφή δούλου, γυμνός θα γεννηθεί και γυμνός θα πεθάνει ο ξένος για τον θάνατο, πάνω στο σταυρό. Κι ύστερα πήρε την ξενιτεία και την έκαμε δώρο για τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Τώρα χάρη στο Νέο Αδάμ, γίνεται καινούριος ο ξένος, ο χαρούμενος ξένος που τόσος είναι ο πόθος και τέτοια η χάρις που θα ‘ναι σα να έχει ήδη επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, στην ουράνια πατρίδα, στην αιώνια βασιλεία. Ξένος για την παρούσα πολιτεία, αφού πολιτεία δεν έχει αλλά τη μέλλουσα επιζητεί, σε εκείνη μετέχει, εκείνη βιώνει γιατί εκεί είναι η ζωή και καθίσταται ξένος για τον κόσμο και ξενιτεύεται ερωτευμένος με εκείνον τον Ξένον που του χαρίζει τη χαρά την αναστάσιμη και την πρόγευση της εσχατιάς αυτής που χάρης εκείνης πια νιώθει τώρα ξένος, μα χαρούμενος ξένος.
Δ.Α.
«Ο Ξένος…»