Χριστιανικός εξελληνισμός ή εκχριστιανισμένος ελληνισμός;

Χριστιανικός εξελληνισμός ή εκχριστιανισμένος ελληνισμός; - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

Του ανθρώπου που είναι στην Εκκλησία αλλά είναι και κόσμος, που είναι Εκκλησία αλλά ως άνθρωπος ζει στον κόσμο…

Η συμβατότητα της θεολογικής γλώσσας αποβαίνει και το κλειδί που ξεκλειδώνει τις θεωρίες περί εξελληνισμό του χριστιανισμού, περί εκχριστιανισμού του ελληνισμού ή περί αρμονίας και συζεύξεως χριστιανισμού και ελληνισμού. Δείχνει έμμεσα ή άμεσα ότι αυτό που πρόβαλαν ως λόγο υπάρξεώς τους δεν υπάρχει, είναι δημιούργημα παρερμηνείας και επιπόλαιης θεώρησης των δεδομένων της θεολογίας, που ασκήθηκε στην Εκκλησία.

Αρκεί βέβαια να υπάρχει όντως η συνείδηση της συμβατικότητας της γλώσσας, κάτι που είναι εύκολο να διαπιστώσουμε, αρχίζοντας μάλιστα από τους λόγους του Κυρίου και των Αποστόλων, καθώς είδαμε όταν αναφερθήκαμε στην απομύθευση.

Έπειτα οι θεολόγοι Πατέρες, που κατηγορήθηκαν για εξελληνισμό του χριστιανισμού ή επαινέθηκαν για τον εκχριστιανισμό του ελληνισμού, είχαν απόλυτη συνείδηση ότι το πρωταρχικό είναι, η αλήθεια, επειδή δεν έχει αναλογία στη γλώσσα, μπορεί να δηλωθεί μόνο συμβατικά και όχι μόνο με ένα τρόπο.

Ο Μ. Αθανάσιος π.χ. υποστήριξε την τοποθέτηση αυτή θεωρητικά και την εφήρμοσε στην πράξη. Και τον ακολούθησαν οι μεγάλοι μαθητές μεγάλου διδασκάλου, οι Καππαδόκες.

Ο Γρηγόριος Θεολόγος μάλιστα προχωρεί περισσότερο. 1600 χρόνια και πλέον πριν από τον Structuralismus διαπιστώνει ότι οι πλωτινικοί φιλοσοφικοί όροι προϋποθέτουν δομές διαφορετικές από εκείνες που προϋποθέτει ο ίδιος, έχοντας εμπειρία της αλήθειας. Και είναι θαυμαστό, ότι επιχειρεί είδος destructuralismus, αποδόμηση των πλωτινικών όρων, για να δηλώσει με αυτούς την ύπαρξη και τη σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας, εφόσον έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, τους όρους με τους οποίους τότε συνεννοούνταν οι μορφωμένοι, στους οποίους απευθυνόταν.

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι εφόσον διέκρινε καθαρά την εμπειρία της αλήθειας από τις δομές των φιλοσοφικών όρων, από το περιεχόμενό τους, δεν ήθελε (ούτε διακινδύνευε) να εισαγάγει ακραιφνείς φιλοσοφικές αντιλήψεις στη θεολογία. Δεν ήθελε δηλαδή ούτε σκόπευε να εξελληνίσει το χριστιανισμό.

Ακόμη, εφόσον διέκρινε τα δύο μεγέθη, εφόσον αποδομούσε τους φιλοσοφικούς όρους, απαλλάσσοντας τους από το δικό τους περιεχόμενο, δεν ήθελε ούτε να εκχριστιανίσει τη φιλοσοφία, τον ελληνισμό.

Το ίδιο ισχύει και για τη θεωρία της εναρμονίσεως ή συζεύξεως χριστιανισμού και ελληνισμού.

Εφόσον μέριμνα πρώτη του θεολόγου ήταν η εμπειρία της αλήθειας (διότι κυριολεκτικά με αυτήν ζούσε) και εφόσον δήλωνε την εμπειρία του αυτή με γλωσσικούς φιλοσοφικούς όρους, που κατά κανόνα πρόσεχε να αποδομεί, ασφαλώς δεν ενδιαφερόταν ούτε για εναρμόνιση ούτε για σύζευξη των δύο μεγεθών, όπως τόσο υψίφωνα –και πάντως ανέρειστα- υποστηρίζεται.

Επιχειρώντας τώρα διατύπωση επιγραμματική της σχέσεως χριστιανισμού και ελληνισμού, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη σχέση αυτή ως φυσική και διακριτική.

Φυσική, διότι απλά, φυσικά και αβίαστα ο εκάστοτε θεολόγος, ως εκφραστής μιας αλήθειας, χρησιμοποιούσε τα μέτρα, τις δομές, τη γλώσσα του περιβάλλοντος, όπως χρησιμοποιούσε και τα λοιπά στοιχεία του κόσμου, στον οποίο άλλωστε ανήκε. Ήταν απόλυτα και παιδί της εποχής του. Διακριτική, διότι ο θεολόγος πρόσεχε να διακρίνει στους γλωσσικούς όρους που χρησιμοποιούσε, ποιο είναι το καθαυτό φιλοσοφικό τους περιεχόμενο και πως θα δείξει ότι ήθελε να σημαίνουν οι ίδιοι όροι κάτι άλλο, τη θεία δηλαδή αλήθεια.

Αλλά τα πράγματα δεν ήσαν πάντοτε τόσο απλά. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να κάνουμε τρεις παρατηρήσεις, ώστε να έχουμε εικόνα καθολικότερη του φαινομένου. 

Πρώτον, οι χριστιανοί θεολόγοι δε χρησιμοποίησαν μόνο κάποιους επιλεγμένους φιλοσοφικούς όρους, στους οποίους αναφερθήκαμε, και δε μίλησαν π.χ. μόνο για την ύπαρξη και τη σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας, όπου βέβαια ήσαν εξαιρετικά προσεκτικοί. Χρησιμοποίησαν με άνεση και τελείως φυσικά τον όλο κόσμο τους, τις περισσότερες μορφές επικοινωνίας, τον όλο τρόπο που ζούσαν, σκέπτονταν, δημιουργούσαν και ήλπιζαν οι άνθρωποι της εποχής. Και μίλησαν για όλα τα θέματα και τα προβλήματα και τις καθημερινές ασχολίες του ανθρώπου. Του ανθρώπου που είναι στην Εκκλησία αλλά είναι και κόσμος, που είναι Εκκλησία αλλά ως άνθρωπος ζει στον κόσμο. Έτσι π.χ. ο θεολόγος ερμήνευε και κατανοούσε τον άνθρωπο με τη θεία αλήθεια, αλλά τον περιέγραφε και τον παρουσίαζε με την απέραντη και σαγηνευτική φιλολογία του ελληνικού κόσμου. Περιέγραφε π.χ. τον ψυχοσωματικό άνθρωπο με τη βοήθεια της πλατωνικής φιλοσοφίας και μεταφυσικής και ψυχολογίας, όπου διακρίνεται το λογιστικό, το επιθυμητικό και το βουλητικό, ή όπου απαριθμούνται ψυχικές και πνευματικές αρετές, τα περισσότερα ονόματα των οποίων βρίσκουμε και στη θεολογία. Αυτό ακριβώς το γεγονός απολυτοποίησαν πολλοί, που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι ο καθοριστικός παράγοντας είναι η ερμηνεία και η κατανόηση του ανθρώπου και όχι η περιγραφή του.

Δεύτερον, οι κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι έδειξαν ότι μπορούσαν να διακρίνουν τη φιλοσοφική σκέψη από την αλήθεια της Εκκλησίας. Υπήρχαν όμως άλλοι που στο άθλημα τούτο δεν είχαν επιτυχίες ή ακόμα είχαν σαφείς αποτυχίες. Αποτέλεσμα, το μη ορθόδοξο έργο τους, που συχνά οργανωνόταν σε κακόδοξη διδασκαλία, η οποία νόθευε την ταυτότητα της Εκκλησίας και προκαλούσε φοβερούς θεολογικούς αγώνες.

Τρίτον, η σαφής διάκριση της θείας αλήθειας από τη φιλοσοφική- κοσμολογική σκέψη είναι τόσο δύσκολο επίτευγμα, ώστε δεν έλειψαν περιπτώσεις ούτε μεγάλων θεολόγων, που σε κάποιο σημείο έσφαλαν.

Όλοι όμως οι προβληματισμοί αυτοί υπογραμμίζουν τον κανόνα, ότι η θεολογία της Εκκλησίας γνώρισε πολλές δοκιμασίες, που απείλησαν την ταυτότητά της, αλλά τις ξεπέρασε με θαυμαστή επιτυχία: έμεινε όπως τη θέλησε και όπως την καθοδηγεί το Άγιο Πνεύμα.

Στυλιανού Παπαδοπούλου, Γλώσσα και Θεολογία
Χριστιανικός εξελληνισμός ή εκχριστιανισμένος ελληνισμός;