Ο «ανθρωπισμός» της αγιότητας

Ο «ανθρωπισμός» της αγιότητας - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

Στη βιβλική και πατερική παράδοση, η ταυτότητα του ανθρώπου είναι θεόμορφη. Δηλαδή, ο Λόγος εκτύπωσε σε αυτόν την εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν και υπ΄ Αυτού φωτίζεσθαι». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είχε θέα του Θεού, επικοινωνούσε, αγαλλόταν, συναπτόταν με το Θείο. Ζούσε «τον αληθινόν βίον», δηλαδή αυτόν για τον οποίο πλάσθηκε και αποτελεί τον φυσιολογικό σκοπό της αυθεντικής του φύσης. Συνεπώς ο άνθρωπος δεν πλάστηκε ως αυτόνομο ή αυτάρκες ον η ίδια του η φύση υπάρχει αληθινά μόνον όσο υπάρχει «εν Θεώ» ή «εν τη θεία χάριτι».

Η αποδοχή του θεϊκού αυτού δώρου από τον άνθρωπο, επειδή «ου φύσει μόνον κατασπειρόμενον, αλλά τη προαιρέσει γεωργούμενον», ήταν ικανή να τον προσανατολίσει προς το καλό, έτσι ώστε να μιμείται τον Θεό: («φύσει αγαθός μόνον ο Θεός» και «γνώμη αγαθός, μόνον ο θεομίμητος») [«καλός από τη φύση Του είναι μόνο ο Θεός και καλός με τη θέλησή του είναι μόνο όποιος μιμείται τον Θεό»]. Είχε, όμως και τη δυνατότητα, λόγω της ελευθερίας του, να ακολουθήσει διαφορετική οδό, «τρέπεσθαι εκ του καλού και εν τω κακώ γίνεσθαι του Θεού παραχωρούντος διά το αυτεξούσιον». Η αμαρτία είναι πάντοτε μια προσωπική πράξη, ποτέ μια πράξη της φύσης.

Από τη θέα, λοιπόν, του Θεού ο άνθρωπος στράφηκε στην αποκλειστική εκτίμηση του εαυτού του και του κόσμου. Θέλησε να γίνει Θεός από μόνος του, να αυτοθεωθεί. Χωρίς να υποψιαστεί ότι η αλήθεια είναι ένα πρόσωπο, μία σχέση, σπεύδει να Τον γνωρίσει από μόνος του. Έτσι, προσπαθεί να τον προσεγγίσει είτε με τη γνώση εννοιών είτε αφηρημένων στοχασμών και αναπτύξεων. Διακόπτει την κοινωνία με την Πηγή κάθε τελειότητας. Χάνει τον στόχο, που η ίδια η φύση του όριζε. Διαστρέφει και αλλοιώνει όλες τις δυνάμεις του, που εκ φύσεως είναι προσανατολισμένες προς τον Θεό. Η θεία εικόνα του, η ταυτότητά του, ενώ υφίσταται, δεν λειτουργεί, δεν αναπτύσσεται, δεν εκπληρώνει τον προορισμό της καθομοίωσης, επικαλύπτεται, σκοτίζεται, αλλοιώνεται και σκιάζεται.

Αλλά και η αγαθότητα του Θεού δεν μεταβάλλεται, γι’ αυτό και συγκαταβαίνει στην πτώση του ανθρώπου και φανερώνει και πάλι την αλήθεια. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, την θεραπεύει, την ανανεώνει, την ανακαινίζει και ενώνει τη θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια: «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».

Αυτή είναι η πληρότητα και ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης. Συνεπώς, «τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον, και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων πρώτος και μόνος έδειξεν ο Σωτήρ». Ο άνθρωπος είναι πραγματικά άνθρωπος, μόνο όταν είναι θεός εν Χριστώ. Στον Χριστό, ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται στον άνθρωπο ως κανόνας για την τελειότητα και τον προορισμό. Είναι τέλειος άνθρωπος μόνον όταν ενώνεται με τον Θεό, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού η ανθρώπινη φύση γίνεται τέλεια λόγω της ενώσεως με τη θεία φύση και η ομοίωση με τον Χριστό μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη εκπλήρωση του «καθ’ ομοίωσιν». Άρα ο άνθρωπος είναι χριστολογική και θεοκεντρική ύπαρξη κατά την αρχή, τη δομή, την ύπαρξη και τον προορισμόŸ μόνο στρεφόμενος προς τον Θεό γίνεται πραγματικά άνθρωπος, όντως άνθρωπος. Δεν υπάρχει αμιγής ανθρώπινη φύση. Είναι άνθρωπος διά της θεανθρώπινης φύσης, δηλαδή ή είναι άνθρωπος θεός ή δεν είναι άνθρωπος.

Η ένωση Χριστού και ανθρώπου συντελείται δι’ αγίου Πνεύματος στα μυστήρια της κοινωνίας στην Εκκλησία. Αυτός είναι ο πραγματικά λυτρωτικός βίος. Η Εκκλησία είναι ο μυστηριακός τόπος, όπου η θέωση ολόκληρης της ανθρωπότητας πραγματοποιείται και συνεχίζεται διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Αν και δύσκολα περιγράφεται η Εκκλησία, ωστόσο εκδηλώνεται ή μάλλον φανερώνεται κατ’ εξοχήν στη μυστηριακή περιοχή της αγιότητας. Και αντίστροφα η αγιότητα κατανοείται και εντάσσεται οργανικά στα όρια της Εκκλησίας. Ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού ενεργεί στον άνθρωπο ως φύση και ως πρόσωπο δι’ Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Ανθρώπινη φύση είναι το σύνολο των δυνατοτήτων του ανθρώπου, ο αγιασμός είναι η πραγματοποίηση της εν Χριστώ θεωθείσας ανθρώπινης φύσης. Αγιότητα είναι ένα οντολογικό γνώρισμα που ανήκει μονάχα στον άκτιστο Θεό, γι’ αυτό και αποδιδόμενη στον άνθρωπο, η αγιότητα αποτελεί «μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού». Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αυτή την πραγματικότητα την επισημαίνει με σαφήνεια: «Ούτω και άγιαι δυνάμεις εκ της προς το φύσει άγιον κοινωνίας δι’ όλης της εαυτών υποστάσεως κεχωρηκότα ήδη και συμπεφυσιωμένον τον αγιασμόν έχουσι. Διαφορά δε αυταίας προς το πνεύμα το άγιον αύτη, ότι τω μέν φύσει ή αγιωσύνη, ταις δε εκ μετουσίας υπάρχει το αγιάζεσθαι». Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορεί ο άνθρωπος, κοινωνώντας, μετέχοντας, μεταλαμβάνοντας Αυτόν, να ανακραθεί, να γίνει ένα με την θεότητα κατά χάρη να ζωοποιηθεί, όπως και πριν την πτώση και να αφθαρτοποιηθεί να ζει από αυτήν τη ζωή στοιχεία της Αναστάσεως και της αιωνιότητας, με τη δύναμη δε του αγίου Πνεύματος να κατοπτρίζει αυτά τα χαρίσματα. Οι άγιοι συντόνισαν με συνέπεια, ζήλο, αυταπάρνηση, την ύπαρξή τους με την αναζήτηση του Θεού και αξιώθηκαν να φωταγωγηθούν από τη λάμψη της οντολογικής αγιότητάς Του και να την καθρεπτίσουν σαν ετερόφωτοι αστέρες στο ιστορικό στερέωμα της Εκκλησίας, φωτίζοντας την πορεία της προς τα έσχατα.

Κύριο μέλημα της βιβλικο-πατερικής απάντησης είναι το κάλεσμα για τελείωση και αγιότητα, η δυνατότητα εμπειρικής γνώσης του Θεού, η θεοποιός μέθεξη στην πραγματική θεοφάνεια και θεογνωσία. Ο μυστικός, εσχατολογικός χαρακτήρας αυτής της κλήσης στην αγιότητα, δηλαδή της μετοχής στη θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού μέσω του βαπτίσματος, του χρίσματος και της θείας Ευχαριστίας είναι ακριβώς αυτό που συνιστά την ειδοποιό διαφορά της από τον κάθε είδους ανθρωπισμό ή χριστιανισμό, περιστασιακής ηθικής και πουριτανικής ηθικολογίας, αφηρημένης θρησκευτικής πεποίθησης, αφηρημένου στοχασμού, θρησκευτικοποίησης και ηθικής βελτίωσης.

Πρόκειται περί δύο ρευμάτων: του ανθρωπισμού διαφόρων αποχρώσεων και του Θεανθρωπισμού ως βιβλικο-πατερικής απαντήσεως. Το διάφορο υπόβαθρο των δύο δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπισθεί, αφού αυτά κινούνται στα ίδια εκκλησιαστικά και θεολογικά πλαίσια και φαινομενικά εμμένουν στην ίδια παράδοση. Το χάσμα τούτο εμφανίζεται αγεφύρωτο όχι μόνο στο επίπεδο διατυπώσεων αλλά στη ζωή και την πράξη.

Ο Άγιος Νεκτάριος αποτελεί την εικόνα του κατά χάριν θεανθρώπου. Η ταυτότητά του «η εικών του εις Θεόν πλουτούντος είναι χάρμα ιδέσθαι διότι εικονίσθη υπό του χρωστήρος της θείας χάριτος». Γεωργεί την προαίρεσή του και γίνεται θεομίμητος φέρει «το αρχέτυπον της εικόνος και την χάριν του αγίου Πνεύματος» κατά πρόνοια του Θεού, από το αγιοπνευματικό οικογενειακό περιβάλλον του. Μόνιμος στόχος η αγιωσύνη, η οποία είναι «θεία προσηγορία, θεία ενέργεια». Αυτής της οντολογικής κατάστασης του Θεού γίνεται μέτοχος κατά χάριν με την καθοδήγηση του Γέροντος Παχωμίου «αγαπητού υμών και εμού φίλου και ποδηγέτου εν τω σταδίω του πνευματικού πολιτεύματος». Από εκεί και η αγάπη του για τον μοναχισμό: «Τέρπομαι ωσεί γινόμενος κοινωνός της εκ του πολιτεύματος και της ερημείας χάριτος της πληρούσης τους πολίτας της ερήμου». Σε όλη του τη ζωή ήθελε να ευαρεστήσει τον Θεό με άσκηση και προσευχή, έργο που εξηγεί τη νοερά φύση του ανθρώπου και χαρακτηρίζει τον άγιο».

Αγιωσύνη δείχνει και η ταύτιση της βούλησής του με τη θεία βούληση. Δυνάμει της μετοχής η ενέργεια το αγίου Πνεύματος γίνεται ενέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης, το θέλημα του ανθρώπου γίνεται θέλημα του  Θεού. Όλος ο βίος του αγίου είναι προσανατολισμένος στην ελεύθερη ανταπόκριση, στην κλήση του Θεού: «αλλά υποτάσσομαι, Κύριε, εις το θέλημά σου και δέομαι καλλιέργησε εντός μου την ταπεινοφροσύνην και τον σπόρον των λοιπών αγίων αρετών, οις οίδας τρόποις, και αξίωσον με να ζήσω πάσας τας επί γης ημέρας μου συμφώνως τοις λόγοις του μακαρίου Παύλου, όστις λέγει «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός».

Η φυσική κοινωνία με τον Θεό καθίσταται στον αγιασμό προσωπική και επιτελείται ως αρετή. Στην ανθρώπινη φύση, και μάλιστα τη θεωθείσα, επαφίεται η καλλιέργεια της αρετής. Συνεπώς, αρετή είναι η πραγμάτωση της φύσης στο πρόσωπο και συμπίπτει με την κοινωνία του Θεού, τη γνώση αυτού, την υιότητα, την αυθεντική ζωή του ανθρώπου: «Φαινόταν από το πρόσωπο πώς θα αγιάσει. Θαρρείς και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η αρετή» περιγράφει με απλοϊκό τρόπο μία γυναίκα της Αίγινας τον άγιο Νεκτάριο. Θεωρείται πλεονέκτης των αρετών, αγιασμένος, σώφρονας, καθαρός και ελεύθερος από κάθε ρύπο και πάθος. Γράφει ο μοναχός Ιωάσαφ: «με κάνεις να θαυμάζω το ύψος της αρετής και την αγία πλεονεξία σου, η οποία συμπεριέλαβε όλα τα καλά, όλα τα θεία και όλα εμού τα προτερήματα».

Η κατ’ επίγνωση ταπεινότητά του και μετριοφροσύνη, η ειρήνη της ψυχής του και η χαρά αποδεικνύουν την αγιότητά του. Ο άγιος Νεκτάριος εικονίζεται ως ο μακάριος άνθρωπος: «Απολαύει της εκ της αγαθότητος του Θεού δαψιλευομένης ευδαιμονάις». Η σεμνότητα, η φρόνηση, η επιείκεια, η αφιλοδοξία, η φιλανθρωπία, η καρτερία, η μετριοπάθεια αποτελούν τα γνωρίσματά του. Ο μοναχός Ιωάσαφ υπογραμμίζει ότι, αν και επίσκοπος, καταδέχεται να γράφει και να θεωρεί «συνάδελφον την ανάξια πληγωθείσαν ψυχήν μου». Και ο άγιος Νεκτάριος, βιώνοντας το αξίωμα του Αρχιερέως ως υπόδειγμα ταπεινοφροσύνης, του απαντά: «Η αρετή και όχι τα αξιώματα φέρουσιν την ανισότητα… Το αξίωμα περιποιεί τιμήν το έχοντι, αλλά ου διακρίνει των αδελφών του Κυρίου αυτόν. Μεταξύ των αδελφών του Κυρίου διακρίνονται ασχέτως προς τα αξιώματα οι μιμηταί του Χριστού, διότι ούτοι φέρουσι το αρχέτυπον της εικόνος και την χάριν του αγίου Πνεύματος την εγκαλλωπίζουσαν και εξυψούσαν αυτούς εις περιωπήν δόξης και τιμής».

Η επιτέλεση της αγάπης καθιστά την ανθρώπινη φύση πρόσωπο και μάλιστα πρόσωπο Χριστού. Ο αγιασμός που επιτελείται ως αγάπη είναι η θέωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αγάπη του αγίου Νεκταρίου είναι τόσο πλατιά που συγκαταβαίνει και «χαρίζεται» ακόμα και στο μη ορθό δόγμα: «Αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην». Η «χωλαίνουσα» πίστη των ετεροδόξων δεν πρέπει να καθιστά την αγάπη ανενεργό, ούτε να την αλλοιώνει. Στην ερώτηση, μάλιστα, αν επιτρέπεται κανείς να συνομιλεί με ετεροδόξους, δεν λέγει απλώς «επιτρέπεται», αλλά «επιβάλλεται».

Ο άγιος Νεκτάριος, εικόνα Χριστού και «εραστής πασών των αρετών», πυρώνεται από κατ’ επίγνωση ένθεο ζήλο «και επιζητεί να επεκτείνη τας ενεργείας αυτού προς πάσαν ανθρωπότητα», εχθρούς, φίλους, αμαρτωλούς, δικαίους, μικρούς, μεγάλους, αφανείς και επιφανείς. Έχει αγάπη θερμή προς τον Θεό και τον πλησίον, πραότητα, ανεξικακία, ευεργεσία και ευγένεια τρόπων. Ο στόχος του είναι ποιμαντικός. Η Εκκλησία εργάζεται για τη σωτηρία. Αγιότητα είναι η σωτηρία, η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή του ανθρώπου στην ουσία του, η οποία αλλοτριώνεται από την αμαρτία. Συνεπώς, αγιότητα είναι κατ’ εξοχήν δημιουργική ενέργεια και όχι απραξία.
Για την αγιότητα στο θεολογικό έργο του αγίου Νεκταρίου θα μπορούσε κανείς να πει σε γλώσσα μεταφυσική, γεωμετρική, όπως ο Λόσκυ είπε για τα γραπτά του αγίου Σιλουανού, ότι δεν μπορεί να διακρίνει κανείς δογματικό όραμα ανακάλυψης. Πράγματι, δεν υπάρχει η τόλμη ενός ανήσυχου πνεύματος που διενεργεί στοχαστική διερεύνηση και επιχειρηματολογία, αλλά η τόλμη μιας πνευματικής βεβαιότητας, όπως ο Φλωρόφσκυ είπε για τα ίδια γραπτά. Έχοντας την εμπειρία της ενανθρώπησης του Θεού, βεβαιώνει πως αυτό, ενώ είναι το πραγματικότερο των πραγμάτων, δεν γίνεται με τις φυσικές του δυνάμεις, αλλά εκ πληροφορίας: «Εάν το Πνεύμα δεν κινήση τον νούν μου, μένω αργός και αδυνατώ να γράψω τι και δεν έχω τι να σας γράψω». Η Θεολογία ως ανθρώπινη ενέργεια μπορεί μόνο να σιωπά περί του Θεού‧ και όταν μιλάει, ενεργεί κατά ενέργεια του Θεού. Χωρίς την ενέργεια του Θεού, ο λόγος της θεολογίας δεν αξίζει περισσότερο από τη σιωπή. Η ενέργεια του αγίου Πνεύματος καθιστά τον άγιο Νεκτάριο άξιο και άγιο να αποκαλύπτει το «επί Χριστού μυστήριον». Σκέπτεται, μιλάει και γράφει «θεοπρεπώς» πράγμα που αποτελεί την αξιολογική έξαρση του ανθρώπινου, όχι μόνο ως διανοητική ενέργεια ανακάλυψης, αλλά ως εμπειρία αποκάλυψης. Αλλά και η αύξησή του στην αγιότητα δεν αποτελεί άρση των ορίων μέσα στα οποία ζει. Ο ανθρώπινος νους και στην κοινωνία του Θεού «καν όλως κεκαθαρμένος» παραμένει μέσα στα όρια της ενδοκοσμικότητας, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι υπερβαίνει τα όρια του κόσμου τούτου. Και αυτό φαίνεται στα υμνολογικά έργα του αγίου‧ η θεολογία γίνεται δοξολογία και λατρεία, όπου το κτιστό ψάλλει το άκτιστο. Γι’ αυτό ο άγιος Νεκτάριος και «ομιλών σαγηνεύει και σιωπών διδάσκει και συμβουλέυων πείθει και ελέγχων επανορθοί».

Όσο για τις κατηγορίες για σφάλματα στα γραπτά του, μπορούμε να πούμε ότι πολλές είναι εκείνες οι περιστάσεις, οι οποίες ανάγκασαν πολλούς εναρέτους ανθρώπους να διολισθήσουν, να «ξεφύγουν», από την ορθόδοξη διδασκαλία και να διατυπώσουν εσφαλμένες απόψεις ακόμη και στο πεδίο του δόγματος. Αυτό συνέβη, είτε επειδή παρασύρθησαν ως άνθρωποι, είτε επειδή απηύθυναν τον λόγο προς αιρετικούς είτε από άγνοια ή για άλλες αιτίες που γνωρίζει ο Θεός. Όμως αγιότητα σημαίνει αναγέννηση της ύπαρξης και όχι επικάλυψη των σφαλμάτων. Και ο άγιος Νεκτάριος, στις όποιες επισημάνσεις για αβλεψίες και σφάλματα, επανήλθε διορθώνοντάς τα. Αλλά και αν κάποιοι άγιοι δεν πρόλαβαν να τα διορθώσουν, «το μεν παρενεχθέν ου προσιέμεθα, τους άνδρας ασπαζόμεθα».

Συνεπώς, όλες οι αρετές του αγίου Νεκταρίου συνέδραμαν για να αποτυπωθεί με καλλιτεχνικές γραμμές η ομορφιά της προσωπικότητάς του. Του χαρίζεται δε από τον Θεό η «τελεωτάτη» κατάσταση της παρρησίας, «ου κατά την της ανθρωπίνης φιλίας πρόσληψιν, αλλά κατά θεϊκήν αληθείας επίκρισιν». Είναι κατάσταση του κατά χάριν θεανθρώπου πάνω από τα πάθη και την καθαρότητα. Επαναφορά του αγίου στην αδαμική προπτωτική κατάσταση, αποβολή της σχέσης του με τους δερμάτινους χιτώνες και τα γαιώδη και σαρκικά φρονήματα. Κατάσταση οικειότητας της ψυχής μετά του Θεού, αίσθηση της ενέργειας του νου από το Άγιο Πνεύμα, δυνάμει της οποίας αισθάνεται την οσμή των υπερκοσμίων αγαθών.

Η παρρησία δεν είναι αντικείμενο που γίνεται ορατό από τα γνωστικά όργανα του ανθρώπου. Μόνο εκείνος που έφθασε στην κορυφή της μπορεί να την παραστήσει. Η αρετή, όμως, της ταπείνωσης που περιβάλλει τον Άγιο τον οδηγεί να μιλάει γι’ αυτήν ως γεγονός «δυστέκμαρτον, δυσεπίτευκτον και δυσεσκάλητον». Ο άγιος Νεκτάριος δεν άφησε τον εαυτό του και τους άλλους να πιστέψουν ότι είχε αξιωθεί αυτής της τιμής από τον Θεό.

Παρά την εμφανή δυσχέρεια των ανθρώπων να διακρίνουν την παρρησία του αγίου, ο Θεός μαρτυρεί αυτήν, ακόμη και όταν ο άγιος βρισκόταν στη ζωή, με παντός είδους θαύματα και θεοσημείες. Ο Άγιος Νεκτάριος στήριζε την πίστη του στον Θεό και η θεία χάρη, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, του παρείχε τη δύναμη να εξαγγέλλει με πολλή παρρησία τον λόγο του («θέλω να ελέγξω τους δυσσεβείς», έλεγε) και να ομολογεί την αλήθεια μπροστά στους ανθρώπους. Υπέστη το μαρτύριο της συνειδήσεως και «ποτέ δεν έδωσε αφορμή να «μωμηθεί» η διακονία του. Ακόμα και όταν αδικήθηκε, διώχθηκε, πείνασε, συκοφαντήθηκε, πικράνθηκε, δεν ξεσήκωσε τον κόσμο, δεν μάζεψε υπογραφές. Είχε εκκλησιαστικό ήθος. Είχε κατά νου πάντοτε να μην δώσει αφορμή να κατηγορηθεί η Εκκλησία του. Πίστευε ο Άγιος και πιστεύουμε και εμείς πως οι παντοειδείς θλίψεις είναι ο κλήρος των ευσεβών και ο δρόμος της αγιότητας.

Μετά τον θάνατο έχουμε ενώπιόν μας, στα χέρια μας, την απτή παρουσία της ακτίστης χάριτος του Θεού στα μυροβλύζοντα τίμια λείψανά του και στο πλήθος των θαυμάτων και ιάσεων‧ έχουμε τον ίδιο τον Θεό παρόντα και ενεργούντα στο πρόσωπο και το έργο του αγίου μας. Τον εδόξασε ο Κύρος διά της υπερφυούς ευωδίας και γνωρίζουμε πόση παρρησία έχει στον Κύριο. Πλέον η ανθρώπινη ασθένεια και οι πειρασμοί δεν μπορούν να κρύψουν την εμφανώς μαρτυρημένη δόξα και παρρησία του. Ο Θεός ανέδειξε τον τάφο του «οίκον θείου φωτός και πηγή θαυμάτων, βρύση ιερών χαρισμάτων και κοινωφελές και αδάπανον ιατρείον». Γράφει ο Θεόκλητος Διονυσιάτης: «Υπήρξεν άγιος από τα πρώτα του βήματα, κατά την αναλογίαν της ηλικίας, και έφθασε γηράσκων στην ατελεύτητον τελειότητα, εν αδιαλείπτω συνεργεία της θείας χάριτος, αναδειχθείς οικουμενικός διδάσκαλος της Εκκλησίας και θαυματουργός, γιατί ήταν εκ καταβολής φυσικής νους ηγεμών κατά των ψεκτών παθών, νους δεκτικός και λόγου και σοφίας και καρδία συμπαθής και πλήρης αγάπης. Και η χάρις που ενεργεί «κατά την υποκείμενη στην ψυχήν διάθεση εστερέωσε την έξη» κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή, οπότε «απετελέσθη σε θεόφρονα άνδρα».

Στο πρόσωπο του αγίου Νεκταρίου διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά ότι ο Θεός αναγορεύει θαυμαστά την παρρησία που εκδηλώνεται με την πίστη του, τα έργα τα κατορθώματά του και τα σημεία. Ο άγιος Νεκτάριος «περιεβλήθη το κάλλος το άφθιτον και αναλλοίωτον και η ωραιότης αυτού μένει αγήρως και εις το διηνεκές».

π. Δημητρίου Κουτσούρη,
«Ο Άγιος Νεκτάριος κατά χάριν εικόνα του Θεανθρώπου»

Ο «ανθρωπισμός» της αγιότητας