Ό,τι τώρα ο θεολόγος διατυπώνει με φωτισμό, το προσθέτει σε ότι παλαιότερα διατυπώθηκε πάλι με φωτισμό…
Την προοδευτική και αυξητική πορεία της φανερώσεως της αλήθειας (Π.Δ., Κ.Δ., Πεντηκοστή) προσπάθησαν να εξηγήσουν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, όπως ο ιερός Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Θεολόγος. Ο πρώτος π.χ. επισημαίνει ότι το γεγονός-αλήθεια ότι ο Υιός είναι «ίσος» προς τον Πατέρα δε θα το κατανοούσαν οι ακροατές-μαθητές Του αν τους το δίδασκε, αφού τότε δυσκολεύονταν να καταλάβουν ακόμη και την απλή αλήθεια, ότι ο Κύριος είναι Υιός του Πατέρα. Την ίδια εξήγηση δίνει νωρίτερα και ο Γρηγόριος Θεολόγος, που προσθέτει ακόμα ότι η διδασκαλία π.χ. περί της ομοουσιότητας-θεότητας-ισότητας του Αγίου Πνεύματος είναι αποτέλεσμα φωτισμού του ίδιου του Πνεύματος στην εποχή του. Ο Μ. Αθανάσιος δηλαδή και ο ίδιος φωτίστηκαν πρόσφατα («ύστερον»), για να δηλώσουν και να τονίσουν τη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο βέβαια πιστευόταν και λατρευόταν ήδη από τους ορθοδόξους. Αυτοί όμως δεν είχαν μιλήσει για τη φυσική σχέση του πνεύματος με τον Πατέρα και όταν είχαν μιλήσει έμμεσα ή άμεσα εξέφρασαν και τη subordination, την αντίληψη δηλαδή ότι το Πνεύμα ήταν σαφώς ή κάπως κατώτερο από τον Πατέρα και τον Υιό.
Η διάχυτη αυτή αντίληψη, που βέβαια ποτέ δεν απέκτησε κύρος εκκλησιαστικής διδασκαλίας, κυκλοφορούσε στην Εκκλησία πριν από την Α’ οικουμενική Σύνοδο (325) και για τον Υιό. Και πρώτοι ήσαν οι Πατέρες της Συνόδου αυτής εκείνοι στους οποίους «εχαρίσθη» από τον Θεό η γνώση της αλήθειας, ότι ο Υιός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα, είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα.
Ο φωτισμός που δέχεται ο θεολόγος, ώστε να μιλάει ορθά, π.χ. για τη σχέση του Πνεύματος με τον Πατέρα, συνδέεται με την κρίση που είχε δημιουργήσει στην Εκκλησία το ερώτημα της σχέσεως αυτής. Επειδή τότε, στον Δ’ αι., είχε προκύψει το ερώτημα, επειδή το ερώτημα αφορούσε ευθέως την αλήθεια (το Άγιο Πνεύμα) κι επειδή από την ορθή πίστη στην αλήθεια εξαρτάται η σωτηρία, ο Θεός τότε φανέρωσε «σαφέστερον» στους ανθρώπους της Εκκλησίας τι είναι το Άγιο Πνεύμα σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό. Δεν ήθελε να τους ευεργετήσει χωρίς να το έχουν ζητήσει: «ούκουν ώετο δειν άκοντας ευ ποιείν, αλλ’ εκόντας ευεργετείν». Ό,τι τώρα ο θεολόγος διατυπώνει με φωτισμό, το προσθέτει σε ότι παλαιότερα διατυπώθηκε πάλι με φωτισμό κι έτσι δημιουργείται η Παράδοση. Ο Γρηγόριος χαρακτηρίζει την ιερή αυτή πορεία ως «τελείωση», που γίνεται «διά των προσθηκών». Αυτό αποτελεί την «τάξιν θεολογίας» από την Πεντηκοστή. Σύμφωνα μάλιστα με την τάξη αυτή: «εκήρυσσε φανερώς η Παλαιά (Διαθήκη) τον Πατέρα, τον Υιόν αμυδρότερον. Εφανέρωσεν η Καινή τον Υιόν, υπέδειξε του Πνεύματος την Θεότητα». Και τώρα πλέον, στον Δ’ αιώνα, δρα το ίδιο το Πνεύμα, που δεν αρκείται στην υπόδειξη του είναι του Πνεύματος, αλλά «εμπολιτεύεται νυν το Πνεύμα και σαφεστέραν ημίν παρέχον την εαυτού δήλωσιν».
Έτσι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα μας βοηθάει να γνωρίσουμε σαφέστερα, πληρέστερα, τι είναι το ίδιο το Πνεύμα σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό.
Ο Γρηγόριος κάνει και άλλο βήμα. Εξηγεί θεολογικά τη διατύπωση της αλήθειας ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο, ως μια από τις αλήθειες εκείνες, που κατά τη βεβαίωση του Κυρίου οι μαθητές Του δεν μπορούσαν να βαστάσουν (κατανοήσουν), αν τους την έλεγε τότε (Ιωάν. 16, 12-13) είναι μια από τις αλήθειες, τις οποίες θα διδάξει το Άγιο Πνεύμα (Ιωάν. 14, 26) και ότι τώρα ήταν ο κατάλληλος καιρός να τη διδάξει, διότι είχε πλέον λυθεί το πρόβλημα της ομοουσιότητας του Υιού στη Σύνοδο της Νίκαιας.
Τις διαπιστώσεις αυτές τις κάνει ο ίδιος ο θεολόγος, δηλ. ο Γρηγόριος, που στον Ε’ Θεολογικό του Λόγου έχει παραθέσει πλήθος βιβλικών χωρίων, που αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα και προϋποθέτουν τη θεότητά του. Όλα όμως τα χωρίς, όπως λέει, στη Γραφή μόνο υποδεικνύουν του Πνεύματος τη θεότητα, που τώρα πλέον δηλώνεται σαφώς.
Στην ιερή αυτή βάση στηρίζεται η όλη θεολογική πορεία της θεολογίας, που έχει εσώτατη προοδευτικότητα, την οποία για να κατανοήσει κανείς πρέπει να παρακολουθήσει με υπομονή τη ζωή της Εκκλησίας. Τότε θα διαπιστώσει ότι σε ορισμένες εποχές προκλήθηκαν τεράστιες κρίσεις στους κόλπους της. Οι κρίσεις, οι πιο αποφασιστικές και οι πιο επικίνδυνες, είχαν σχέση πάντα με κάποιο ερώτημα που αφορούσε στην ίδια την αλήθεια: στην ταυτότητα της Εκκλησίας, στην τριαδικότητα του Θεού, στον Υιό, στο Άγιο Πνεύμα, στις δύο φύσεις του Χριστού, στο πως της θεώσεως, στις θείες ενέργειες. Σε όλες αυτές τις εποχές οι θεολόγοι προσπαθούσαν αγωνιωδώς να δώσουν απάντηση, να λύσουν την κρίση που συγκλόνιζε την Εκκλησία. Και λίγοι –πάντα λίγοι – θεολόγοι χαριτώνονταν από το Άγιο Πνεύμα να αντιμετωπίσουν την κρίση, δηλαδή αποκτούσαν αυξημένη εμπειρία της αλήθειας και εκφράζοντας την εμπειρία τους δημιουργούσαν θεολογία, την οποία σιγά σιγά υιοθετούσαν οι πιστοί και συχνά κύρωνε ως όρο πίστεως (δόγμα) μια σύνοδος. Τότε η σύνοδος αυτή αναδεικνυόταν σε οικουμενική Σύνοδο. Μόνο όταν μια σύνοδος εκτελούσε τέτοιο έργο, όταν κύρωνε λύση θέματος που αφορούσε ευθέως την αλήθεια, αναγνωριζόταν ως Οικουμενική.
Την «τάξη» και την προοδευτικότητα της θεολογίας διαπιστώνουμε σαφώς και με τρόπο εντυπωσιακό, αν παρακολουθήσουμε ιστορικά την όλη δογματική διατύπωση στις συνόδους ή μη, γεγονός βέβαια που προϋποθέτει ανάλογη θεολογία. Και για να είμαστε σαφείς και συγκεκριμένοι, θα επισημάνουμε καίρια στάδια της χριστολογίας:
Τα αρχαιότερα σύμβολα πίστεως, ήδη από τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, αναφέρονταν στον Χριστό ως Μεσσία και ενανανθρωπήσαντα Σωτήρα (Α’ Τιμ. 3, 16. Α’ Πέτρου 3, 18-22). Και ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, αρχές του Β’ αι., προϋποθέτει κάποιο σύντομο σύμβολο πίστεως, που περιορίζεται στον Ιησού Χριστό «τον εκ Μαρίας» και στο σωτηριώδες έργο του.
Αργότερα (Ιουστίνος, Ειρηναίος, Ωριγένης) το σύμβολο της πίστεως άρχισε να αναφέρεται και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, με βάση δύο σαφώς τριαδολογικά χωρία της Γραφής. Το ένα είναι το Ματθ. 28, 18-20: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Πρβλ. και Β’ Κορ. 13, 13). Το άλλο είναι το Α’ Ιωάν. 5, 7-8: «Τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα και ούτοι οι τρεις εν εισίν», το οποίο φαίνεται δεν προέρχεται, στην παρούσα του μορφή, από τον κάλαμο του ιερού συγγραφέα. Η πράξη αυτή της Εκκλησίας, που έφτασε στην τριαδική ομολογία πίστεως βάσει τέτοιων χωρίων, μαρτυρεί κατάσταση κατ’ εξοχήν πνευματέμφορη. Μαρτυρεί τουλάχιστον ότι η ίδια η Εκκλησία συμπλήρωσε προσθετικά και πολύ ενωρίς κατακύρωσε στη Γραφή της, τα μοναδικά με τόση σαφήνεια τριαδολογικά χωρία, εφόσον αυτά εξέφραζαν την πίστη της.
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας
«Τάξις θεολογίας»: Πορεία προοδευτική