Νηπιασμός ερμηνευτών και άρνηση της θείας οικονομίας

Νηπιασμός ερμηνευτών και άρνηση της θείας οικονομίας - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

Η αλήθεια είναι δραστική για όποιον τη βιώνει…

Περιέργως δε γίνεται αντιληπτή πάντα η ριζική αυτή διαφορά και δε κατανοείται η ανέλιξη της θείας οικονομίας. Αποτέλεσμα είναι συχνά η απόλυτη επιμονή στο «λόγο του Θεού» και η αδιαφορία η υποτίμηση της κοινωνίας με τον Θεό, που μας προσφέρθηκε. Η μονομερής αυτή επιμονή αποτελεί χαρακτηριστικό του προτεσταντικού χριστιανισμού και όσων αυτός επηρεάζει στο χώρο του ρωμαιοκαθολισμού αλλά και στιτης ορθοδοξίας. Στις περιπτώσεις αυτές, με την έλλειψη ή την υποτίμηση της ρεαλιστικής κοινωνίας στην Ευχαριστία, δεν έχουμε τη νέα σχέση-κοινωνία Θεού και ανθρώπου και γι’αυτό δεν μπορούμε να έχουμε και γνώση πραγματική της αλήθειας από τον άνθρωπο.

Ή πρόκειται για κοινωνία με τον Θεό ως μετοχή ή δεν έχουμε κοινωνία. Η κοινωνία με τον Θεό ως απλή αναφορά, όπως την έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη, είναι απείρως κατώτερη από την κοινωνία ως μετοχή, γι’αυτό και αφέθηκε ως πρώτο στάδιο, πρώτη Διαθήκη, στο έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η σχέση των δύο κοινωνιών, της Παλαιάς Διαθήκης και της Νέας Διαθήκης, αναλογεί στη σχέση μεταξύ προφητείας για την έλευση του Χριστού και του ίδιου του Χριστού, μεταξύ υποσχέσεως και πραγματώσεως. Ο Παύλος είναι πολύ σαφής: «Το ποτήριον τῆς εὐλογίας (υπάρχει και η γραφή: εὐχαριστίας) ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; Ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10, 16-17). Η κοινωνία με τον Θεό μετά την Πεντηκοστή μπορεί και πρέπει να γίνει μετοχή στον Θεό, εφόσον το μυστήριο της Ευχαριστίας είναι πράγματι, ρεαλιστικά, η θεωμένη του Χριστού ανθρώπινη φύση, στην οποία μετέχουμε.

Όταν ένας χριστιανός δε βιώνει την πορεία της θείας οικονομίας με τη ρεαλιστική Ευχαριστία και το γεγονός της Πεντηκοστής, τότε αρνείται κυριολεκτικά τη δράση του Θεού στον κόσμο και στον ίδιο τον εαυτό του. Μοιάζει με το παιδί που, ενώ μεγάλωσε και πρέπει να τρώει στερεή τροφή που του δίνουν οι γονείς του άφθονη, εκείνο επιμένει στο ελαφρό γάλα και τη σούπα. Έτσι όμως η ανάπτυξή του σταματάει, δεν ωριμάζει, δε γίνεται ποτέ άνδρας ή γυναίκα. Έχουμε την αρρώστια της ανωριμότητας, του νηπιασμού. Στην Εκκλησία ο νηπιασμός είναι πολύ βαρύτερο, είναι η άρνηση, όχι της υπάρξεως αλλά του τρόπου με τον οποίο αποφάσισε ο Θεός να μας ενώσει μαζί Του, να μας σώσει. Πρόκειται δηλαδή για φοβερή κακοδοξία, διότι ούτε λίγο ούτε πολύ γίνεται ο άνθρωπος κριτής του Θεού, εφόσον απορρίπτει την τακτική που δρα ο Θεός και προκρίνει άλλη.

Στην περίπτωση της προτεσταντικής ερμηνευτικής ειδικά και της θεολογίας γενικά, έχουμε καταφανώς και το νηπιασμό και την ειδική άρνηση, που εξηγήσαμε πιο πάνω. Γι’αυτό και το sola Scriptura, γι’αυτό αθεμελίωτη επιμονή μόνο στο λόγο της Γραφής, τη στιγμή που η Γραφή έγινε ακριβώς για να δείξει την «κοινωνία του Χριστού» (Α’ Κορ. 1,9).. ως μετοχή, για την οποία και στην οποία κληθήκαμε (αὐτοθί). Στην πραγματικότητα η στείρα εμμονή στο λόγο αποβαίνει σκληρή μοίρα. Οι προτεστάντες, δεμένοι και εγκλωβισμένοι στο δόγμα τους, δεν μπορούν όντως να θεολογήσουν, εφόσον δεν έχουν την μετοχή στην αλήθεια, εφόσον και η βαθιά κατανόηση των ήδη λεχθέντων στη Γραφή, του λόγου της Γραφής, εξαρτάται από τη μετοχή, την κοινωνία στην αλήθεια. Καλλιεργούν μία λατρεία του βιβλικού λόγου, γεγονός που γνώρισε εν μέρη η Εκκλησία στο πρόσωπο του Ωριγενή. Και δεν είναι καθόλου παράξενο, που με το δέσιμο στο γράμμα-λόγο της Γραφής και ο Ωριγένης και οι προτεστάντες επαναστάτησαν και αρνήθηκαν, μερικώς τουλάχιστον, την Παράδοση, δηλαδή τη ζωή της Εκκλησίας. Η αδυναμία τους (την οποία δεν μπορούν να αξιολογήσουν) να προχωρήσουν στη θεολογία και η αίσθηση του εγκλωβισμένου οδήγησαν σε βίαιες θεολογικοφιλοσοφικές εκρήξεις, που γκρεμίζουν και δημιουργούν προβλήματα χωρίς να λύνουν κανένα. Το πως αυτό έγινε  και πως γίνεται το μαρτυρεί η ιστορία. Ο Ωριγένης, μολονότι θεωρούε θεόπνευστο και το τελευταίο γλωσσικό στοιχείο της Γραφής, εφήρμοσε εκτεταμένα την αλληγορική μέθοδο, για να δώσει ενίοτε δήθεν βαθύτερες και θειότερες έννοιες στο βιβλικό λόγο, ως εάν ο λόγος αυτός δεν δήλωνε όντως τη θεία πραγματικότητα. Και οι προτεστάντες ερμηνευτές, μολονότι πάντα επιμένουν μόνο στο λόγο της Γραφής (sola Scriptura), εφαρμόζουν ενίοτε για την κατανόησή του φιλοσοφικές μεθόδους, οι οποίες ανατρέπουν και το λόγο και το πνεύμα της Γραφής. Απόδειξη ότι τα μεγάλα ερμηνευτικά εγχειρήματακαταλήγουν σε διάφορα μεταξύ τους συμπεράσματα, καθόσον αφορούν σπουδαία ζητήματα της Γραφής, ακόμα και για το πρόσωπο του Χριστού. Κάθε μεγάλο ερμηνευτικό εγχείρημα συνειδητά ή ασυνείδητα έχει ως σημείο εκκινήσεως τη διαφορετική θεώρηση ενός μεγάλου ζητήματος της Γραφής. Και η διαφορετική θεώρηση αποβαίνει πρίσμα, με το οποίο βλέπει τα προβλήματα. Όπως αποβαίνει και κριτήριο, με το οποίο κρίνεται από τους λοιπούς ερμηνευτές.

Η κατάσταση αυτή, όσο και αν είναι τραγική, είναι κατανοητή. Ο ερμηνευτής προτεστάντης στην αγωνιώδη προσπάθεια του να θεολογήσει δημιουργεί τα πολλά και ανέρειστα σχήματα και τις θεωρίες, διότι του λείπει το σταθερό έρμα, η κοινωνία με την αλήθεια (στη ρεαλιστική Ευχαριστία), που μόνη αυτή αποτελεί το τελικό κριτήριο και την ανάπαυση του πιστού θεολόγου. Και μολονότι μπορεί να γίνουν λάθη στην άσκηση της θεολογία από κοινωνούντες θεολόγους, σιγά σιγά και όσο βαθύτερη εμπειρία της αλήθειας θα εκφράζει ο θεολόγος, τόσο περισσότερο θ’αποφεύγει τις παρεκκλίσεις και τόσο ευκολότερα θα υιοθετούν την εμπειρία του –και άρα τη θεολογία του- οι πολλοί πιστοί. Με άλλα λόγια η αλήθεια η ίδια εκφραζόμενη αποτελεί δύναμη θελκτική και τροφή στερεή, που ελκύει και βιώνεται. Και από όσους και όσο βιώνεται πιστεύεται σταθερά και για πάντα, εφόσον οι πιστοί αυτοί είναι βιωματικά σίγουροι για την αλήθεια που ομολογούν. Η αλήθεια είναι δραστική για όποιον τη βιώνει. Αυτός που δεν έχει βιώσει την αλήθεια, με κάποιο σύστημα που διατυπώνει, προβάλλει υποκατάστατο της αλήθειας, μια φανταστική αλήθεια, ένα διανοητικό κατασκεύασμα στη θέση της αλήθειας. Αυτό πάντως δεν τον τρέφει πνευματικά, δηλ. δεν τον ικανοποιεί, δεν τον αναπαύει. Και γι’αυτό μπορεί ν’αλλάξει εύκολα το υποκατάστατο της αλήθειας, μπορεί δηλαδή αύριο να προβάλει νέα λύση, νέο σύστημα, εφόσον του λείπει η πνευματική βεβαιότητα και αυτάρκεια, που του παρέχει η εμπειρία της όντως αλήθειας.

Στυλιανού Παπαδοπούλου, “Θεολογία και Γλώσσα”
Νηπιασμός ερμηνευτών και άρνηση της θείας οικονομίας