Ἐν τῇ πυρίνῃ αἴγλῃ τοῦ θείου Πνεύματος φωτισθείς, τῆς εὐσεβείας ὤφθης θεῖος ζηλωτής, Ἀδελφόθεε Ἰάκωβε· | Φωτίστηκες μέσα στην αίγλη του θείου Πνεύματος, Αδελφόθεε Ιάκωβε, κι έγινες θείος ζηλωτής της ευσέβειας. |
ὅθεν καὶ στολὴν σε νομικῆς ἱερωσύνης, ὡς Ἀαρὼν τοῦ πάλαι, τιμιωτέραν ἐνέδυσεν | Για αυτό και σε έντυσε την τιμιότερη στολή της νομικής ιεροσύνης, όπως κάποτε τον Ααρών, |
ὁ δι’ οἶκτον εἰς ἀδελφότητα δεξάμενος· | Εκείνος που με οίκτο σε δέχτηκε αδελφό Του. |
Αὐτὸν ἱκέτευε, Ἀποστόλων Ἔνδοξε, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. | Αυτόν ικέτευε, ένδοξε των Αποστόλων, να σώσει τις ψυχές μας. |