Τα μεγάλα θεολογικά κέντρα, στα οποία κατά τον Δ’ αι. καλλιεργήθηκε γενικά η εκκλησιαστική γραμματεία και δημιουργήθηκε ειδικά η καίρια θεολογία της Εκκλησίας, βρίσκονται στην Ανατολή. Εδώ θα αναφέρουμε μόνο τα επιφανή κέντρα και τους ονομαστότερους εκπροσώπους τους. Γύρω από τα κέντρα αυτά, σε μικρότερες πόλεις, αναπτύχθηκε σπουδαία εκκλησιαστική γραμματεία, που συνήθως είχε παντοειδή σχέση με το κέντρο, με την πρωτεύουσα. Έτσι π.χ. στη Λαοδικεία ή στην Έμμεσα της Συρίας έχουμε θεολόγους και θεολογία, που σχετίζονταν με την πρωτεύουσα Αντιόχεια.
Η Αλεξάνδρεια, με την θεολογία των Μ. Αθανάσιου, Διδύμου του Τυφλού και Ευάγριου Ποντικού, έγινε το αρχικό λίκνο της αντιαιρετικής-αντιαρειανικής θεολογίας, της ερμηνευτικής και της νηπτικής ασκητικής γραμματείας.
Η Αντιόχεια, με τον βιβλιστή Λουκιανό, τον Ευστάθιο Αντιοχείας, τον Διόδωρο Ταρσού, τον Ιωάννη Χρυσόστομο κ.α., συνεισέφερε πολλά στην διαμόρφωση του θεολογικού προσώπου του Δ’ αι.
Στην Καισάρεια Παλαιστίνης και τα Ιεροσόλυμα, με τους Ευσέβιο Καισάρειας και τον Κύριλλο Ιεροσολύμων, θεμελιώθηκε η εκκλησιαστική χρονογραφία (ιστοριογραφία) και διαμορφώθηκε η δομή της κατηχήσεως.
Η Καισάρεια της Καππαδοκίας, ως κέντρο ευρύτερου χώρου, με τους φωτεινούς αστέρες Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης κ.α., στερέωσε το έργο του Αθανάσιου και θεμελίωσε την όλη θεολογία της Εκκλησίας, ολοκληρώνοντας την Τριαδολογία και την Πνευματολογία.
Η Σαλαμίνα της Κύπρου, με τον επίσκοπο της Επιφάνιο, έδωσε το ευρύτερο αντιρρητικό έργο της αρχαίας Εκκλησίας.
Η Έδεσσα και η Νισίβη στην Μεσοποταμία, με τον Αφραάτη, τον Εφραίμ και τον Κυρίλλωνα, δημιουργήσαν βάση στερεή για την ορθόδοξη συρόφωνη εκκλησιαστική γραμματεία και μάλιστα φιλοτέχνησαν, κυρίως με τον Εφραίμ, το εξοχότερο έως τότε ποιητικό έργο της Εκκλησίας.
Η Δύση, έκπληκτη παρακολουθεί τις φοβερές κρίσεις της Ανατολής και όσο μπορεί, με ρυθμό αργό, αποδέχεται την θεολογία της. Δημιουργούνται όμως και οι πρώτες εστίες, όπου με τα φωτά της Ανατολής γεννιέται σιγά σιγά σοβαρό θεολογικό έργο, ο χαρακτήρας του οποίου επηρεάζεται άμεσα και από το γεγονός ότι σταδιακά η γλώσσα της ρωμαϊκής Εκκλησίας γίνεται αποκλειστικά η λατινική. Και μολονότι ο Ρώμης Λιβέριος (352-366) γράφει ελληνιστί στους ανατολικούς, η λατινική γλώσσα κυριαρχεί στην θεολογία, την ποίηση, την υμνολογία και στα λειτουργικά τυπικά. Το ενθαρρυντικό αυτό φαινόμενο δημιουργεί και τις πρώτες αντιθέσεις Ανατολής και Δύσεως, που οφείλονταν στην διαφορετική ορολογία τους.
Η βορειοαφρικανική Εκκλησία διατηρεί ακόμα έναντι της ευρωπαϊκής δυτικής Εκκλησίας τα πρωτεία μέχρι την εμφάνιση του Ιλαρίου. Τέκνα της είναι οι Arnobius de Sicca, Λακτάντιος Τυκόνιος και Οπτάτος Μιλέβης.
Η Ρώμη αρχίζει να προσφέρει στην εκκλησιαστική γραμματεία μόλις από τον Δάμασο, αφού ο Marius Victorinus, που έδρασε λίγα χρονιά εκεί, ήταν βορειοαφρικανός. Σε μικρότερα κέντρα αναδείχθηκαν για λίγο οι πόλεις της Ιταλίας Vercelli και Βερόνα, με τους Ευσέβιο και Ζήνωνα αντίστοιχα.
Στην Γαλλία κέντρο έγινε κυρίως η Poitiers, με τον Ιλάριο (+367) που ήταν και ο σημαντικότερος θεολόγος της Δύσεως μέχρι τον Αμβρόσιο.
Στην Ισπανία και την Πορτογαλία η Λισαβώνα με τον Ποτάμιο, η Βαρκελώνη με τον Πακιανό και η Ελβίρα με τον Γρηγόριο κίνησαν το ενδιαφέρον των δυτικών για τα καθαυτό θεολογικά προβλήματα.
Πατρολογία (Τόμος Β’)
Στυλιανού Παπαδοπούλου
Τα μεγάλα θεολογικά και εκκλησιαστικά κέντρα του κόσμου