Η φύση του δόγματος και της αίρεσης

Η φύση του δόγματος και της αίρεσης - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

“Oφείλει κάνεις να αποφεύγει κάθε δογματισμό σαν να ‘ναι εξαγριωμένο λιοντάρι”

Την καθολική αλήθεια, που αφορά τον κόσμο, την ζωή, τον άνθρωπο, την ιστορία και την αιωνιότητα, η πρώτη χριστιανική κοινότητα την είδε σε μια συνεχιζόμενη ιστορική ροή. Η αλήθεια είναι σαρκωμένη στα γεγονότα και η αρχή των γεγονότων αυτών είναι η δημιουργία. Έτσι οι πατέρες, όσες φορές αναφέρονται στην Αγιά Γραφή -κι αυτό γίνεται πολύ συχνά- στα γεγονότα της ιστορίας παραπέμπουν, μια και την Αγία Γραφή τη θεωρούν υπόμνημα αυτών των γεγονότων. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν ισχυρίστηκαν ποτέ ότι η διδασκαλία τους είναι νέα, αλλά αγωνίστηκαν να αποδείξουν την αρχαιότητά της. Άλλωστε αυτό φαίνεται στη ζωή και στα πρώτα μνημεία της Εκκλησίας.

Επομένως τα δόγματα, ως διδασκαλία της εμπειρικής ζωής των γεγονότων, έχουν τις ρίζες τους σε μακρινή αρχέγονη κοίτη. Η κοίτη αυτών των ριζών έχει την αρχή της στη δημιουργία. Τόσο η  Ορθοδοξία, ως καθολικό πλήρωμα της αλήθειας κατά τους θεολόγους όσο και η αίρεση, προϋπάρχουν σ’ αυτή την πορεία της θείας οικονομίας. Η διάκριση Ορθοδοξίας και αίρεσης δεν είναι θέμα χρονικής και ιστορικής προτεραιότητας αλλά χαρακτηριστικών ζωής και διδασκαλίας. Η θέση ότι η Ορθοδοξία προηγείται και η αίρεση ακολουθεί ως έκπτωση από την κοινότητα της αλήθειας, έχει χαρακτήρα απολογητικό, και ποτέ δεν μπορεί να σημαίνει μια σχέση χρονική και ιστορική, αλλά ουσιαστική.

Ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός, λογού χάριν, ήταν δυο προϋπάρχουσες μήτρες που κυοφορήσαν τις ποικίλες αιρέσεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Επομένως τόσο το δόγμα όσο και η αίρεση, όπως προκύπτει από την ίδια την ιστορική έρευνα, δεν αποτελούν καταρχήν αξιώματα ή αρχές θεωρητικές που έχουν κατόπιν κάποιες πρακτικές εφαρμογές. Πρόκειται για μορφές ζωής που μέσα στην κατάλληλη ιστορική κοίτη συναντιούνται και συγκρούονται. Με τη θεολογική γλώσσα θα λέγαμε ότι δόγμα είναι η ορθή ζωή, ενώ αίρεση είναι η διαβρωμένη και εσφαλμένη.

Άλλωστε οι λόγιοι πατέρες στην πλειονότητα τους δυσανασχετούσαν όσες φορές ήταν αναγκασμένοι από τα πράγματα να ασχοληθούν εξονυχιστικά και συλλογιστικά με δογματικές αλήθειες, αποκρούοντας τις ποικιλώνυμες αιρέσεις. Υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος οι καβγάδες να μην γίνονται για θέματα ζωής ή θανάτου, αλλά για διευκρινίσεις λεπτών εννοιών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συζήτηση και ο στόχος απευθύνονται στην κατοχύρωση και την επιβολή ενός δογματισμού.

Το δόγμα ως ζωή και ως διδασκαλία μια δημιουργικής κοινότητας τοποθετείται στο περιθώριο. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ισαάκ ο Σύρος είναι κατηγορηματικός: ‘’οφείλει κάνεις να αποφεύγει κάθε δογματισμό σαν να ‘ναι εξαγριωμένο λιοντάρι’’. Μακριά από τέτοιες συζητήσεις είτε με μέλη της Εκκλησίας, είτε με οποιουδήποτε άλλον ξένο. Έτσι καταλαβαίνει κανείς πόση σπουδαιότητα έδιναν οι πατέρες στη διάσταση του χαρίσματος και της ζωής και καμία σε συζητήσεις που μπορούσαν να καταστρέψουν την αδελφική κοινωνία της Εκκλησίας.

Τα δογματικά εγχειρίδια επιμένουν ευθύς εξαρχής στον ορισμό των δογμάτων. Θεωρούν τα δόγματα ως θεωρητικές αλήθειες της πίστης, οι οποίες στηρίζονται στην Αγία Γραφή και την παράδοση και ρυθμίζουν τον ηθικό βίο των Χριστιανών και γενικά τον τρόπο ζωής τους μέσα στην Εκκλησία. Οι θεωρητικές αυτές επιστήμες κατά τους δογματολόγους των εγχειριδίων υπάρχουν συνεπτυγμένες στην Αγία Γραφή και αναπτύσσονται στον χώρο της παράδοσης. Έτσι οι αποφάσεις των οικουμενικών συνοδών που επίσημα, κατά κάποιον τρόπο, αναπτύσσουν και αποσαφηνίζουν τα δόγματα, τείνουν να πάρουν αν όχι κυρίαρχη ωστόσο κεντρική θέση στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.

Η φύση του δόγματος και της αίρεσης
Δογματική και Συμβολική θεολογία (τόμος Β’)
Νικόλαος Ματσούκας