Η αχρονία του Θεού και το απρόσιτο της ουσίας Tου

Η αχρονία του Θεού και το απρόσιτο της ουσίας του - Πατερικός λόγος- Θεολογία - Απαρχή

«Ο Θεός ενώνεται με θεούς και γνωρίζεται από αυτούς στον ίσο βαθμό που κι εκείνος τους έχει γνωρίσει»

Ο Θεός ήταν πάντοτε και είναι και θα είναι• ή μάλλον είναι πάντοτε. Γιατί το «ήταν» και το «θα είναι» υποδηλώνουν μια τεμαχισμένη αντίληψη του χρόνου που αφορά εμάς και τη ρευστή μας φύση. Ο Ίδιος, συζητώντας με τον Μωυσή πάνω στο Όρος, ονομάζει τον Εαυτό του: «ο Ων» (=αυτός που είναι). Ο όρος αυτός υποδηλώνει τον αιωνίως Όντα. Διότι κατέχει στον Εαυτό του περικλείοντάς το ολόκληρο το «είναι», το οποίο ούτε ξεκίνησε ποτέ, ούτε και θα τελειώσει, σαν κάποιο άπειρο και απεριόριστο πέλαγος ουσίας που υπερβαίνει κάθε έννοια χρόνου και φύσης και μπορεί μόνο με τον νου μας να σκιαγραφηθεί• μα και με αυτόν πολύ αμυδρά και περιορισμένα και όχι από την ουσία του, αλλά από όσα αυτή εκπέμπει γύρω του. Έτσι, προσπαθούμε να συλλέξουμε στοιχεία από τις ενέργειές του για την ουσία του, προκειμένου να σχηματίσουμε μια κάποια εικόνα της Αλήθειας, η οποία όμως και πάλι χάνεται πριν προλάβουμε να τη συγκρατήσουμε και διαφεύγει από τον νου μας, πριν καν τη νοήσουμε• και τόσο διαφωτίζει τον νου μας, εφόσον είναι καθαρός, όσο και η θέα μιας αστραπής που διαρκεί ελάχιστα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό συμβαίνει, ώστε από τη μία το γεγονός ότι τον αντιλαμβανόμαστε να μας ελκύει προς Αυτόν (διότι, αν ήταν εντελώς ακατανόητος, ούτε θα επιχειρούσαμε, ούτε θα ελπίζαμε να τον αντιληφθούμε), ενώ από την άλλη, με την αδυναμία μας να τον κατανοήσουμε πλήρως, μας προκαλεί τον θαυμασμό• κι όσο τον θαυμάζουμε, τον ποθούμε περισσότερο κι όσο τον ποθούμε, μας καθαρίζει και μέσα από την κάθαρση μας πλάθει θεόμορφους. Αφού γίνουν αυτά, -θα τολμήσω να το πω κι ας είναι τολμηρό- μας συναναστρέφεται πλέον ως ομοίους του. Ο Θεός ενώνεται με θεούς και γνωρίζεται από αυτούς στον ίσο βαθμό που κι εκείνος τους έχει γνωρίσει. Είναι, λοιπόν, άπειρο το θείο και δυσθεώρητο• και το μοναδικό που μπορούμε σε απόλυτο βαθμό να κατανοήσουμε σχετικά με αυτό είναι η απειρία του.

Το άπειρο, λοιπόν, μπορούμε φιλοσοφικά να το εξετάσουμε με δύο τρόπους: σε σχέση με την αρχή και σε σχέση με το τέλος του. Ωστόσο, επειδή ακριβώς δεν περικλείεται σε αυτά και τα υπερβαίνει, ονομάζεται «άπειρο». Όταν, λοιπόν, ο νους ατενίσει την πηγή αυτού του άπειρου ποταμού, δηλαδή την αρχή, μη έχοντας πού να σταθεί, για να στηρίξει τις νοητικές του παραστάσεις περί Θεού, το άπειρο και αδιέξοδο που συναντά εκεί το ονομάζει άναρχο (=χωρίς αρχή). Όταν ατενίσει προς τον κάτω πυθμένα, δηλαδή στο παρόν και στα μέλλοντα μέχρι και το τέλος, αυτό που συναντά το ονομάζει αθάνατο και άφθαρτο. Όταν, τέλος, το εξετάσει συνολικά, τότε το ονομάζει αιώνιο. Διότι η αιωνιότητα του Θεού δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου. Άλλωστε, δεν μπορεί να μετρηθεί. Αλλά, όπως ακριβώς εμείς υπολογίζουμε τον χρόνο με την περιφορά του ήλιου, αυτό είναι και για την άχρονη πραγματικότητα του Θεού η αιωνιότητα. Αυτό δηλαδή που απλώνεται σαν ένα χρονικό κίνημα και διάστημα μαζί και παράλληλα με τα όντα. Αλλά μέχρι αυτά θα φτάσει η φιλοσοφική μου θεώρηση περί Θεού. Διότι δεν υπάρχει αρκετός χρόνος να ασχοληθούμε με αυτά, αφού το θέμα μας δεν είναι η Θεολογία, αλλά η Οικονομία. Μιλώντας για Θεό, μιλάω φυσικά για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Η Θεότητα ούτε διαχέεται πέρα από αυτά τα τρία πρόσωπα, για να μην εισάγουμε διδασκαλία πολυθεϊσμού, μα ούτε και βρίσκεται σε ένα μόνο από αυτά, για να μην κατακριθούμε για διδασκαλία φτωχής Θεότητας. Έτσι, αποφεύγουμε και την κατηγορία ότι ιουδαΐζουμε λόγω μονοθεϊσμού, αλλά και την κατηγορία της ειδωλολατρίας, λόγω των τριών προσώπων. Διότι και στα δύο αυτά, ακόμη κι αν είναι αντίθετα μεταξύ τους, βρίσκεται το ίδιο κακό. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία ούτε καν τα Σεραφείμ δεν μπορούν να προσεγγίσουν και τα οποία δοξάζονται με τον τρισάγιο ύμνο, συνδέονται με μια δύναμη και Θεότητα.

Η αχρονία του Θεού και το απρόσιτο της ουσίας του – Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος
Λόγος ΜΕ’ – Εις το Άγιον Πάσχα (3, 4)
Επιλογή αποσπασμάτων – Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή