Ο «ανθρωπισμός» της αγιότητας

Ο "ανθρωπισμός" της αγιότητας - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορεί ο άνθρωπος, κοινωνώντας, μετέχοντας, μεταλαμβάνοντας Αυτόν, να ανακραθεί, να γίνει ένα με την θεότητα κατά χάρη· να ζωοποιηθεί…

Στη βιβλική και πατερική παράδοση, η ταυτότητα του ανθρώπου είναι θεόμορφη. Δηλαδή, ο Λόγος εκτύπωσε σε αυτόν την εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν και υπ΄ Αυτού φωτίζεσθαι». Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είχε θέα του Θεού, επικοινωνούσε, αγαλλόταν, συναπτόταν με το Θείο. Ζούσε «τον αληθινόν βίον», δηλαδή αυτόν για τον οποίο πλάσθηκε και αποτελεί τον φυσιολογικό σκοπό της αυθεντικής του φύσης. Συνεπώς ο άνθρωπος δεν πλάστηκε ως αυτόνομο ή αυτάρκες ον· η ίδια του η φύση υπάρχει αληθινά μόνον όσο υπάρχει «εν Θεώ» ή «εν τη θεία χάριτι».

Η αποδοχή του θεϊκού αυτού δώρου από τον άνθρωπο, επειδή «ου φύσει μόνον κατασπειρόμενον, αλλά τη προαιρέσει γεωργούμενον», ήταν ικανή να τον προσανατολίσει προς το καλό, έτσι ώστε να μιμείται τον Θεό: («φύσει αγαθός μόνον ο Θεός» και «γνώμη αγαθός, μόνον ο θεομίμητος) [«καλός από τη φύση Του είναι μόνο ο Θεός και καλός με τη θέλησή του είναι μόνο όποιος μιμείται τον Θεό»]. Είχε, όμως και τη δυνατότητα, λόγω της ελευθερίας του, να ακολουθήσει διαφορετική οδό, «τρέπεσθαι εκ του καλού και εν τω κακώ γίνεσθαι του Θεού παραχωρούντος διά το αυτεξούσιον». Η αμαρτία είναι πάντοτε μια προσωπική πράξη, ποτέ μια πράξη της φύσης.

Από τη θέα, λοιπόν, του Θεού ο άνθρωπος στράφηκε στην αποκλειστική εκτίμηση του εαυτού του και του κόσμου. Θέλησε να γίνει Θεός από μόνος του, να αυτοθεωθεί. Χωρίς να υποψιαστεί ότι η αλήθεια είναι ένα πρόσωπο, μία σχέση, σπεύδει να Τον γνωρίσει από μόνος του. Έτσι, προσπαθεί να τον προσεγγίσει είτε με τη γνώση εννοιών είτε αφηρημένων στοχασμών και αναπτύξεων. Διακόπτει την κοινωνία με την Πηγή κάθε τελειότητας. Χάνει τον στόχο, που η ίδια η φύση του όριζε. Διαστρέφει και αλλοιώνει όλες τις δυνάμεις του, που εκ φύσεως είναι προσανατολισμένες προς τον Θεό. Η θεία εικόνα του, η ταυτότητά του, ενώ υφίσταται, δεν λειτουργεί, δεν αναπτύσσεται, δεν εκπληρώνει τον προορισμό της καθομοίωσης, επικαλύπτεται, σκοτίζεται, αλλοιώνεται και σκιάζεται.

Αλλά και η αγαθότητα του Θεού δεν μεταβάλλεται, γι’ αυτό και συγκαταβαίνει στην πτώση του ανθρώπου και φανερώνει και πάλι την αλήθεια. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος και προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, την θεραπεύει, την ανανεώνει, την ανακαινίζει και ενώνει τη θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια : «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».

Αυτή είναι η πληρότητα και ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης. Συνεπώς, «τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον, και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων πρώτος και μόνος έδειξεν ο Σωτήρ». Ο άνθρωπος είναι πραγματικά άνθρωπος, μόνο όταν είναι θεός εν Χριστώ. Στον Χριστό, ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται στον άνθρωπο ως κανόνας για την τελειότητα και τον προορισμό. Είναι τέλειος άνθρωπος μόνον όταν ενώνεται με τον Θεό, καθώς στο πρόσωπο του Χριστού η ανθρώπινη φύση γίνεται τέλεια λόγω της ενώσεως με τη θεία φύση και η ομοίωση με τον Χριστό μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη εκπλήρωση του «καθ’ ομοίωσιν». Άρα ο άνθρωπος είναι χριστολογική και θεοκεντρική ύπαρξη κατά την αρχή, τη δομή, την ύπαρξη και τον προορισμόŸ μόνο στρεφόμενος προς τον Θεό γίνεται πραγματικά άνθρωπος, όντως άνθρωπος. Δεν υπάρχει αμιγής ανθρώπινη φύση. Είναι άνθρωπος διά της θεανθρώπινης φύσης, δηλαδή ή είναι άνθρωπος θεός ή δεν είναι άνθρωπος.

Η ένωση Χριστού και ανθρώπου συντελείται δι’ αγίου Πνεύματος στα μυστήρια της κοινωνίας στην Εκκλησία. Αυτός είναι ο πραγματικά λυτρωτικός βίος. Η Εκκλησία είναι ο μυστηριακός τόπος, όπου η θέωση ολόκληρης της ανθρωπότητας πραγματοποιείται και συνεχίζεται διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Αν και δύσκολα περιγράφεται η Εκκλησία, ωστόσο εκδηλώνεται ή μάλλον φανερώνεται κατ’ εξοχήν στη μυστηριακή περιοχή της αγιότητας. Και αντίστροφα η αγιότητα κατανοείται και εντάσσεται οργανικά στα όρια της Εκκλησίας. Ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού ενεργεί στον άνθρωπο ως φύση και ως πρόσωπο δι’ Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία. Ανθρώπινη φύση είναι το σύνολο των δυνατοτήτων του ανθρώπου, ο αγιασμός είναι η πραγματοποίηση της εν Χριστώ θεωθείσας ανθρώπινης φύσης. Αγιότητα είναι ένα οντολογικό γνώρισμα που ανήκει μονάχα στον άκτιστο Θεό Γι’ αυτό και αποδιδόμενη στον άνθρωπο, η αγιότητα αποτελεί «μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού». Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αυτή την πραγματικότητα την επισημαίνει με σαφήνεια: «Ούτω και άγιαι δυνάμεις εκ της προς το φύσει άγιον κοινωνίας δι’ όλης της εαυτών υποστάσεως κεχωρηκότα ήδη και συμπεφυσιωμένον τον αγιασμόν έχουσι. Διαφορά δε αυταίας προς το πνεύμα το άγιον αύτη, ότι τω μέν φύσει ή αγιωσύνη, ταις δε εκ μετουσίας υπάρχει το αγιάζεσθαι». Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορεί ο άνθρωπος, κοινωνώντας, μετέχοντας, μεταλαμβάνοντας Αυτόν, να ανακραθεί, να γίνει ένα με την θεότητα κατά χάρη· να ζωοποιηθεί, όπως και πριν την πτώση και να αφθαρτοποιηθεί· να ζει από αυτήν τη ζωή στοιχεία της Αναστάσεως και της αιωνιότητας, με τη δύναμη δε του αγίου Πνεύματος να κατοπτρίζει αυτά τα χαρίσματα. Οι άγιοι συντόνισαν με συνέπεια, ζήλο, αυταπάρνηση, την ύπαρξή τους με την αναζήτηση του Θεού και αξιώθηκαν να φωταγωγηθούν από τη λάμψη της οντολογικής αγιότητάς Του και να την καθρεπτίσουν σαν ετερόφωτοι αστέρες στο ιστορικό στερέωμα της Εκκλησίας, φωτίζοντας την πορεία της προς τα έσχατα.

Κύριο μέλημα της βιβλικο-πατερικής απάντησης είναι το κάλεσμα για τελείωση και αγιότητα, η δυνατότητα εμπειρικής γνώσης του Θεού, η θεοποιός μέθεξη στην πραγματική θεοφάνεια και θεογνωσία. Ο μυστικός, εσχατολογικός χαρακτήρας αυτής της κλήσης στην αγιότητα, δηλαδή της μετοχής στη θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού μέσω του βαπτίσματος, του χρίσματος και της θείας Ευχαριστίας είναι ακριβώς αυτό που συνιστά την ειδοποιό διαφορά της από τον κάθε είδους ανθρωπισμό ή χριστιανισμό, περιστασιακής ηθικής και πουριτανικής ηθικολογίας, αφηρημένης θρησκευτικής πεποίθησης, αφηρημένου στοχασμού, θρησκευτικοποίησης και ηθικής βελτίωσης.

Πρόκειται περί δύο ρευμάτων: του ανθρωπισμού διαφόρων αποχρώσεων και του Θεανθρωπισμού ως βιβλικο-πατερικής απαντήσεως. Το διάφορο υπόβαθρο των δύο δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπισθεί, αφού αυτά κινούνται στα ίδια εκκλησιαστικά και θεολογικά πλαίσια και φαινομενικά εμμένουν στην ίδια παράδοση. Το χάσμα τούτο εμφανίζεται αγεφύρωτο όχι μόνο στο επίπεδο διατυπώσεων αλλά στη ζωή και την πράξη.

Ο «ανθρωπισμός» της αγιότητας
«Ο Άγιος Νεκτάριος κατά χάριν εικόνα του Θεανθρώπου»
π. Δημητρίου Κουτσούρη