Παρέλαβεν ὁ Χριστός, τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν, καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, | Πήρε ο Χριστός τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ιδιαιτέρως σε ψηλό βουνό, και μεταμορφώθηκε μπροστά σε αυτούς, |
καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ Ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ, ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. | κι έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο, ενώ τα ρούχα του έγιναν λευκά σαν το φως. |
Καὶ ὤφθησαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ’ αὐτοῦ συλλαλοῦντες, καὶ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· | Και είδαν τον Μωϋσή και τον Ηλία να συνομιλούν, κι ένα φωτεινό σύννεφο να τους επισκιάζει κι άκουσαν μία φωνή από το σύννεφο να λέει: |
Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησᾳ, αὐτοῦ ἀκούετε. | «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπημένος, τον οποίο έχω ευλογήσει. Αυτόν να ακούτε». |