Οι λέξεις στη θεολογία μόνο σημαίνουν ή δηλώνουν την αλήθεια, δεν την περιέχουν ούτε ταυτίζονται με αυτήν μερικά ή ολικά.
Ένα πολύ σύντομο απόσπασμα του Ηρακλείτου για το έργο του σοφού μάντη των Δελφών, ως εκπροσώπου του Θεού Απόλλωνα, λέει ότι ο σοφός «ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει». Ο σοφός δεν αποκαλύπτει («λέγει») αλλά και δεν κρύβει την αλήθεια, το πράγμα. Εκείνο που κάνει είναι να δείχνει, να επισημαίνει, να υπογραμμίζει. Δεν γνωρίζει βέβαια με ποιες προϋποθέσεις και για ποιο ειδικά σκοπό είπε τους λόγους αυτούς ο Ηράκλειτος. Αλλά είναι σαφές ότι συνδέονται με το πρόβλημα της σημαντικότητας της θεολογικής γλώσσας. Το γεγονός ότι, ενεργώντας μία θεία υπόσταση, γνωρίζουμε ιδιότητές της ή ιδιότητες άλλων προσώπων της Τριάδας, δεν σημαίνει ότι αίρεται ή καλύπτεται το χάσμα μεταξύ λέξεων της θεολογίας (χαρακτηρισμών των ιδιοτήτων) ως κτιστής πραγματικότητας και του θείου είναι ως άκτιστης πραγματικότητας. Το «θείο είναι» δεν έχει το είναι του στις λέξεις που το δηλώνουν. Οι λέξεις ούτε περικλείουν το είναι, ούτε ταυτίζονται με αυτό. Εάν το περιεχόμενο θα σήμαινε ότι όποιος επινοεί και χρησιμοποιεί ένα χαρακτηρισμό του θείου είναι γίνεται αυτόματα ισάξιος προς το θείο είναι, κάτι που μένει αδύνατο και βλάσφημο. Καμία λέξη, καμία εικόνα, δεν αρκεί και δεν «φθάνει προς την αλήθεια». Ο θεολόγος βέβαια, όσο είναι φορέας της ζωής της Εκκλησίας και όσο έχει εμπερία της αλήθειας, κινείται κυριολεκτικά από το Άγιο Πνεύμα, του οποίου γίνεται ολοκληρωτικά όργανο λογικό. Το Άγιο Πνεύμα κινεί, «κρούει τον νου» του θεολόγου, που εκφράζει λογικά και επαγωγικά την εμπειρία-κοινωνία του με την αλήθεια· ακριβέστερα, ο θεολόγος εκφράζει έτσι την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στο πνευματικό του είναι, δηλ. στον νου ή τον λόγο και την καρδία του. Οι λέξεις όμως, τις οποίες ο θεολόγος επιλέγει ως λογικό όργανο, είναι μόνο σημαντικές ή δηλωτικές ή σημειωτικές της αλήθειας. Οι λέξεις στη θεολογία μόνο σημαίνουν ή δηλώνουν την αλήθεια, δεν την περιέχουν ούτε ταυτίζονται με αυτήν μερικά ή ολικά. Η δυνατότητα των λέξεων εδώ και των εικόνων της αισθητής πραγματικότητας φθάνει μόνο μέχρι την επισήμανση, τη δήλωση, την υπογράμμιση ενός γεγονότος, που είναι η εμπειρία της αλήθειας.
Κριτήριο για τη συμφωνία στις λέξεις και άρα στο σημαινόμενο είναι η από κοινού συμφωνία-γνώση
Και συμβαίνει ό,τι στη μουσική, μάλιστα στη βυζαντινή, που σωστά ονομάζεται παρασημαντική. Το σημαδόφωνο π.χ . ᷅ (ίσον, δηλ. επαναλαμβάνει το φθόγγο) ή το σημαδόφωνο – (ανεβαίνει ένα φθόγγο) από μόνο του, αφ’εαυτού, δεν οδηγεί στον ανάλογο μουσικό φθόγγο, γιατί απλούστατα δεν έχει το σημαδόφωνο αναλογία με την ίδια τη μουσική πραγματικότητα, είναι απλώς ένα σημαδόφωνο για τους ειδικούς γνώστες, γι’αυτούς που έχουν ήδη ακούσματα και γνώση βυζαντινής μουσικής, για κείνους που κάθονται σε δάσκαλο να μάθουν βυζαντινή μουσική. Κάτι παρόμοιο στη θεολογία: Οι λέξεις σημαίνουν ένα γεγονός, αλλά εκείνοι που αναγνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις, είναι αυτοί που κοινωνούν-γνωρίζουν το σημαινόμενο των λέξεων που κοινωνούν δηλαδή με το γεγονός, το οποίο είναι η αλήθεια. Για κάποιον που δεν κοινωνεί-γνωρίζει το γεγονός της αλήθειας και προπαντός γι’αυτόν που αδιαφορεί για το γεγονός τούτο, οι λέξεις της θεολογίας δεν είναι σημαντικές του συγκεκριμένου γεγονότος της αλήθειας. Ο μη πιστεύων ή ο κακώς πιστεύων (κακόδοξος) δεν συμφωνεί με τον πιστεύοντα ή τον ορθώς πιστεύοντα για το σημαινόμενο των λέξεων. Κριτήριο για τη συμφωνία στις λέξεις και άρα στο σημαινόμενο είναι η από κοινού συμφωνία-γνώση, τότε οι λέξεις, αν και είναι μόνο σημαντικές, αποβαίνουν γλωσσική ομολογία κοινής πίστεως, ομολογείται δηλαδή από κοινού το σημαινόμενο της γλωσσικής (έγγραφης) ομολογίας πίστεως.
Το πρόβλημα του ρόλου των λέξεων και των σχημάτων στη θεολογία, ή αλλιώς των θεολογικών όρων, λύθηκε ήδη από τον Δ’ αιώνα και μάλιστα με τη θεολογία των Καππαδοκών, την οποία θεμελίωσε το 364 ο Μ. Βασίλειος με το έργο του «Κατά Ευνομίου». Εκεί πρώτος διευκρίνισε ότι τα «ονόματα» και οι «προσηγορίες», οι όροι-λέξεις δηλαδή που χρησιμοποιούμε για τον Θεό, είναι μόνο «σημαντικά» και «δηλωτικά» του Θεού, μάλιστα των ιδιοτήτων του. Τους ίδιους όρους χρησιμοποιεί και ο Γρηγόριος Νύσσης, προσθέτοντας και το «σημειωτικά», που δίνει έμφαση στο ότι οι θεολογικοί όροι απλώς σημειώνουν το γεγονός της αλήθειας και δεν φανερώνουν την ουσία της, ούτε περιέχουν το είναι της, εφόσον απουσιάζει κάθε είδος αναλογίας μεταξύ γλώσσας και αλήθειας. Πολύ αργότερα, τον Η’ αιώνα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός θα χαρακτηρίσει και αυτούς τους όρους «ἀγέννητον» για τον Πατέρα, «γενητόν» για τον Υιό και «ἐκπορευτόν» για το Άγιο Πνεύμα ως «δηλωτικούς» της «σχέσεως» των θείων προσώπων και όχι της ουσίας τους. Με τις ίδιες προϋποθέσεις αποδίδει σημαντικότητα στους όρους-λέξεις για τη θεότητα· οι θεολογικοί όροι «σημαίνουν», δεν περιέχουν τη θεία ενέργεια.
Στην ίδια συνάφεια εξηγεί ότι τα περί Θεού στη Γραφή είναι «συμβολικώς ειρημένα» και ότι αυτά δεν μπορούν να λεχθούν παρά μόνο με «εικόνες», «τύπους» και «σύμβολα», που ισχύουν στους ανθρώπους. Εδώ η λέξη «σύμβολον» δεν έχει την έννοια του εξωχριστιανικού θρησκευτικού συμβολισμού, όπου το σύμβολο έχει οπωσδήποτε κάτι από το συμβολιζόμενο, αλλά της εικόνας-παραστάσεως του οφθαλμού, του στόματος, της φωνής κ.λπ., που συνιστούν απλώς μία παράσταση (ως μέσο συννενοήσεως), για να αναχθούμε (όχι αναλογικά) στις ιδιότητες της θείας πραγματικότητας.
Στυλιανού Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα
Η θεολογική γλώσσα είναι «σημαντική» και «δηλωτική» όχι περιεκτική