Πριν παρακολουθήσουμε το γεγονός της μετοχής στην αλήθεια ή την εμπειρία της αλήθειας που αποκτά ο θεολόγος, είναι χρήσιμο να δούμε πώς και γιατί γίνεται δυνατή η θεολογία και σε τι αφορά.
Η Γραφή, ο Κύριος, το Άγιο Πνεύμα, μας αποκαλύπτουν ό,τι ο άνθρωπος αδυνατεί αφεαυτού να γνωρίσει και να πιστέψει: «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ὅσα ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν· ἡμῖν δέ ὁ Θεός ἀπεκάλυψεν διά τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ» (Α’ Κορ. 2, 9-10). Και αφορούν αυτά τη θεία πραγματικότητα, δηλαδή την Αγία Τριάδα, το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου και φυσικά το πώς της σχέσεως του ανθρώπου με την Αγία Τριάδα. Αφορούν δηλαδή στην αλήθεια, την οποία (καθόσον αυτή ξεπερνάει τις προσδιοριστικές δυνατότητες του ανθρώπου), ο άνθρωπος αφεαυτού αδυνατεί να γνωρίσει.
Η αδυναμία γίνεται απόλυτα σαφής, μόλις αναλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος είναι κτιστή πραγματικότητα και η αλήθεια είναι άκτιστη. Επειδή απουσιάζει κάθε είδος αναλογίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου, ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση στην αλήθεια, την οποία νοσταλγεί αόριστα, αλλά δεν έχει την ικανότητα ούτε να την επισημάνει, είτε μέσα του είτε στον περιβάλλοντα κόσμο: «ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν» (Α’ Κορ. 1, 21) Παρά ταύτα γνωρίζουμε την αλήθεια. Πώς φθάσαμε εκεί;
Η Παλαιά Διαθήκη με την προφητεία της αποτελεί αποκαλυπτική θεία ενέργεια, την οποία όταν ο άνθρωπος δέχεται, αναγνωρίζει τη μοναδικότητα και δημιουργικότητα του Θεού. Εδώ έχουμε λόγο περί του Θεού και εντολές-λόγους του Θεού, που προσφέρονται με το στόμα των προφητών. Στην Π.Δ. ο άνθρωπος ακούει περί του Θεού ή έχει οράματα για τον Θεό με ποικίλες εικόνες και παραστάσεις ανάλογες προς το γενικό πνευματικό κλίμα των προφητών. Αυτά είναι σπουδαία και δημιουργούν μια σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, εφόσον ο άνθρωπος τα αποδέχεται, δηλ. εφόσον πιστεύει. Πρόκειται όμως για μια σχέση προκαταρκτική αναφοράς και όχι για σχέση προσωπικής μεταστοιχειωτικής κοινωνίας. Άλλο το να ακούει κανείς για κάτι άλλο και άλλο το να κοινωνεί-μετέχει σε κάτι (στον Χριστό).
Η θεία οικονομία της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού πραγματώνει αυτό που έλειπε, δηλ. την κοινωνία-μετοχή του ανθρώπου στον Θεό. Ο Θεός Λόγος τώρα δεν ομιλεί ως αόρατο πνεύμα, έξω από τον άνθρωπο, αλλά γίνεται άνθρωπος, κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, κοινωνεί με τον άνθρωπο άμεσα και ρεαλιστικά. Έτσι πλέον ο άνθρωπος βλέπει και αναγνωρίζει την ανθρωπότητα του Χριστού, αλλά και τη θεία του δόξα, δηλ. τις ενέργειες του είναι του: «και ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο και ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογεννοῦς παρά πατρός» (Ιωαν. 1, 14). Ο άνθρωπος μπορεί να έχει στο είναι του κατοικούντα τον Χριστό, όχι μόνο διότι ο Λόγος ενανθρώπησε, αλλά και διότι ο άνθρωπος κλήθηκε από τον Θεό να κοινωνήσει με τον Χριστό: «πιστός ὁ Θεός, δι’ οὗ ἐκλήθηκε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Α’ Κορ. 1,9). Η κοινωνία στον Χριστό διαφέρει άπειρα από την κοινωνία που είχε ο άνθρωπος με τον Θεό στην Π.Δ., διότι τώρα κοινωνία είναι κυριολεκτικά η μετοχή στον Χριστό, αφού «μετέχομεν» στην Ευχαριστία, που είναι «κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ… καί… κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 10, 16-17). Η νέα κοινωνία συνιστά μετοχή, δεν είναι απλώς μεταφορά. Το Ευαγγέλιο σε τελευταία ανάλυση είναι η κλήση του Θεού σε Ευχαριστία, όπου ο άρτος και ο οίνος γίνονται με την επέμβαση του Αγίου Πνεύματος σώμα και αίμα Κυρίου, ανθρώπινη φύση του Κυρίου, θεωμένη όμως και ασύγχυτα ενωμένη με τη θεία του φύση. Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό γίνεται όσο ο άνθρωπος μετέχει στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία είναι ενωμένη με τη θεία του φύση και γι’ αυτό θεωμένη. Η μετοχή στη θεωμένη φύση του Χριστού, στο μυστήριο της Ευχαριστίας, αποτελεί το μοναδικό τρόπο κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και την απόλυτη προϋπόθεση για να βιώσει ο άνθρωπος τις θείες ενέργειες σε βαθμό και έκταση που εξαρτώνται από τον ίδιο τον Θεό και τη ζήτηση-άσκηση του ανθρώπου.
Από την ενανθρώπηση επομένως και μετά γνωρίζουμε την αλήθεια, διότι κοινωνούμε με την αλήθεια και όχι διότι ακούμε γι’ αυτήν. Κυρίαρχο στοιχείο τώρα είναι η κοινωνία, που αποβαίνει γνώση, και όχι η αναφορά στον Θεό, που συνιστά ο λόγος της Π.Δ. Η ρεαλιστικότητα της κοινωνίας ανθρώπου και αλήθειας τονίζεται πολλαπλώς από τον Γρηγόριο Θεολόγο, που τη χαρακτηρίζει και «μετουσία» στο φως. Είναι κάτι που το «παθαίνει» κανείς, δεν το μαθαίνει απλώς, όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για λόγο και διδασκαλία. Οι όροι «μετουσία» και «πάσχειν» δίνουν το βάθος και το ρεαλισμό στις εκφράσεις του, όπως πχ. ότι η «θεωρία» της Αγίας Τριάδας μίγνυται με όλον τον καθαιρόμενο ανθρώπινο νου. Στην κοινωνία μετέχει και ο νους κι έτσι γνωρίζει την αλήθεια, την οποία μετά «δημοσιεύει», δηλώνει με λόγο-γλώσσα, που έχει γι’ αυτό λογικό ειρμό και συνέπεια. Αλλιώς, αν δεν κοινωνούσε και ο νους, η δήλωση με λόγους της αλήθειας δεν θα είχε ειρμό, συνέπεια, νόημα. Πολύ περισσότερο, δεν θα υπήρχε καν γνώση της αλήθειας, αφού ο άνθρωπος ως όργανο γνώσεως έχει τον νου. Ας θυμηθούμε λίγο τη φοβερή κρίση που προκάλεσε ο Απολλινάριος, διδάσκοντας ότι ο θείος Λόγος προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα (ή και ψυχή), αλλά όχι τον ανθρώπινο νου. Η απάντηση των Καππαδοκών ήταν έντονη για δύο λόγους. Πρώτον, διότι εάν δεν είχε προσληφθεί και ο νους, ο άνθρωπος δεν θα σωζόταν ολόκληρος (με τον νου). Δεύτερον, βιωματικά-εμπειρικά γνώριζαν ότι ο νους είναι παρών στην κατάσταση της πίστεως, της ελλάμψεως, της θεώσεως και μέσω αυτού η αλήθεια παίρνει γλωσσική μορφή, γίνεται τυπικά γνώση. Ο Γρηγόριος Θεολόγος, που πρώτος αντιμετώπισε αποτελεσματικά και θεολογικά την κακοδοξία του Απολλιναρίου, υπογραμμίζει σοφά ότι παραδίδει ολόκληρο τον εαυτό του στο Άγιο Πνεύμα και αυτό τον κινεί να μιλήσει ή να σιωπήσει, αυτό τον κινεί στην πράξη και την απραξία, αυτό κινεί το χέρι, τον νου και τη γλώσσα του. Και τότε ως θεολόγος γίνεται «ὄργανον θεῖον, ὄργανον λογικόν», που όταν το Άγιο Πνεύμα κρούει τον νου του, τότε «ηχεί τον λόγο» και φιλοσοφεί.
Η λειτουργία του νου στη διαδικασία γνώσεως της αλήθειας προϋποθέτει την κοινωνία του όλου του ανθρώπου με την αλήθεια, η οποία όσο είναι «αγαπωμένη» και μετεχομένη γίνεται και «νοουμένη». Βέβαια η συμμετοχή του νου δε γίνεται με νοησιαρχικές προϋποθέσεις, αλλά με καθαρά θεολογικές. Καταλείπεται η αυτονομία του νου και αυτός γίνεται κάτι άλλο εφόσον και καθόσον κοινωνεί στην αλήθεια.
Στυλιανού παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα
Το δυνατόν της θεολογίας