Η βιωματική προσέγγιση του δόγματος

Η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου, προϋπόθεση βιωματικής προσεγγίσεως του δόγματος - Κείμενα - Θεολογία - Απαρχή

Η επίγνωση της αλλοτριώσεως του «κατ’ εικόνα», αρχή αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου.

Η επίγνωση του ανθρώπου ότι εσωτερικώς βιώνει έναν «εμφύλιο πόλεμο» τον οποίο οφείλει να καταστείλει «συμμαχώντας» με την αρετή, σηματοδοτεί συγχρόνως την αφετηρία μιας διαδικασίας κατά την οποία πρέπει να διακρίνει τον εαυτό του από ό,τι δεν είναι («πάσης γαρ κακίας αλλοτριούσθαι»), κατεργαζόμενος αυτό το οποίο είναι, δηλαδή «κατ’ εικόνα» Θεού.

Η πορεία προς την αναμόρφωση του «κατ’ εικόνα», δηλαδή προς την εκ νέου ανακάλυψη της εικόνας του Θεού, η οποία «αγνοείται» και «λανθάνει» εντός του, «όταν υπό των μεριμνών τε και ηδονών του βίου συμπνίγηται», αποτελεί αυτό τούτο το γεγονός της θεολογίας, διότι διά των αρετών του πνευματικού του βίου, ο άνθρωπος οξύνει την ευαισθησία των πνευματικών του αισθητηρίων προς την κατανόηση του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού. Υπό το πρίσμα αυτό, η νηπτική θεολογία καθίσταται γνωσιολογική μέθοδος ερμηνείας του δόγματος.

Η όξυνση, λοιπόν, των πνευματικών αισθητηρίων του ανθρώπου απαιτεί μια μετάβαση. Τη μετάβαση από την πνευματική κατάσταση του «δοκητισμού», όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα, στην αυθεντικότητα του «κατ’ εικόνα».

Κατά τον ιερό πατέρα, ο άνθρωπος, ο οποίος «εν τω δοκείν έχει το είναι», δηλαδή αυτός ο οποίος ταυτίζεται με τις ψευδαισθητικές ανάγκες της υπάρξεώς του, βιώνει την εσωτερική διχοτόμηση στην οποία οδηγείται από την αδυναμία του να ελέγξει την έκβαση του «εμφυλίου πολέμου» μεταξύ των λογισμών της κακίας και της αρετής. Η διχοτόμηση αυτή ορίζεται ως «συνδιάσχισις» φωτός και σκότους και καθιστά τον βίο του «σύμμικτο». Μέσα σ’ αυτόν τον «σύμμικτο βίο» ο άνθρωπος ζει τη σχιζοφρενική αλλοτρίωση του προσώπου του, εφόσον «εκατέρου των εναντίων περιεχόμενος αυτός εαυτώ πολέμιος γίνεται».

Η αλλοτρίωση αυτή του προσώπου νοείται ως διαστροφή της αυθεντικής λειτουργίας της φύσεως του ανθρώπου. Η διαστροφή αυτή εντοπίζεται στο γεγονός ότι η υποταγή του «στρατηγού νου» στους λογισμούς της κακίας αλλοιώνει και παραχαράσσει την εικόνα του πρωτοτύπου, δηλαδή το «κατ’ εικόνα», μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, δημιουργώντας «ειδεχθές» και «άμορφο» πρόσωπο καθώς, αντί της μιμήσεως του κάλλους του πρωτοτύπου, επιλέγει να σκιαγραφεί «διά των ρυπαρών χρωμάτων (ενν. της αμαρτίας)… τον της κακίας χαρακτήρα».

Συνεπώς, η απομάκρυνση του ανθρώπου από την καλλιέργεια της ομοιότητάς του προς το πρωτότυπο του «κατ΄εικόνα» του, αποδεικνύει την άγνοια των ορίων και των δυνατοτήτων της φύσεώς του, καθιστώντας ευχερέστερη την άγνοια του ιδίου του εαυτού του. Έτσι, εντός του (ζωτικής πλέον γι’ αυτόν σημασίας) πλαισίου αναφοράς που ορίζει η «δοκητική» αντίληψη των πραγμάτων, ανακαλύπτει τη μόνη δυνατή διέξοδο για να αυτοπροσδιορίζεται ως πνευματική οντότητα. Πρόκειται για μια διαφορετική, ως προς τις προϋποθέσεις του «κατ’ εικόνα», εικόνα του εαυτού του, η οποία οικοδομείται με βάση τις προκλήσεις των αισθητών πραγμάτων και η οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι αληθής και διά τούτο οριζόμενη από τον άγιο Γρηγόριο ως «ειδεχθές» ή «πονηρόν προσωπείον».
Ακραία έκφραση μιας τέτοιας καταστάσεως παρατηρείται σε όσους λόγω αγνοίας της αληθούς υπαρξιακής τους ταυτότητας, συγχέουν τη ροπή τους προς τη σαγήνη των αισθητών πραγμάτων με την αναζήτηση της ταυτότητάς τους αυτής, με αποτέλεσμα να μην παραμένουν «εν τους ανθρωπίνοις όροις», αλλά να προβάλλουν τους εαυτούς τους, ως φορείς θείας δυνάμεως και εξουσίας. Θεωρούν ότι καλλιεργούν την αυθεντικότητα της φύσεώς τους τη στιγμή κατά την οποία «αλλοτρίου τινός προσωπείου μορφήν εαυτοίς περιπλάσσουσιν».

Ο άγιος Γρηγόριος ορίζει ως «εμπαθή» τον άνθρωπο εκείνον, ο οποίος καθιστά τη λογική των παθών κριτήριο λειτουργίας της φύσεώς του. Η πνευματική του πολιτεία έχει ως αφετηριακό της σημείο την πρόκληση των παθών, γεγονός που τον καθιστά ως τον κατ’ εξοχήν άνθρωπο του προσωπείου, εφόσον «μεταμορφώνεται», συμφώνως προς τις προκλήσεις των παθών. Έτσι αντικαθιστά την εντός του αντανάκλαση του αρχετύπου του (δηλαδή του Θεού), με την υπόδυση διαφόρων ρόλων που μαρτυρούν τη διαστροφή του ήθους. Μόνον όταν ο άνθρωπος αποκαθάρει την καρδία του «πάσης της κτίσεως και της εμπαθούς διαθέσεως», έχει τη δυνατότητα να καθορά την εικόνα της θείας φύσεως «εν τω ιδίω κάλλει».

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ως πρόσωπο μόνο τον άνθρωπο που διακρίνεται από «ευμορφία» και «εύμορφος» είναι εκείνος ο οπίος «αποθέτει» το «εξ αμαρτίας αίσχος» και «φιλοτεχνεί» την ψυχή του προς «την του μόνου μακαρίου μίμησιν».

Η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου, προϋπόθεση βιωματικής προσεγγίσεως του δόγματος
Κωνσταντίνου Κορναράκη, Ο άνθρωπος απέναντι στην εικόνα του