Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, η εκλέπτυνση των αισθητηρίων του πνευματικού βίου του ανθρώπου εξαρτάται από τη δυνατότητά του να αντιληφθεί ότι βιώνει έναν «εμφύλιο πόλεμο» ή «μάχη». Ο «εμφύλιος» αυτός «πόλεμος» λαμβάνει χώρα όταν ο άνθρωπος, αποτυγχάνοντας να ελέγξει τη λειτουργία του πνευματικού του βίου και επομένως αγνοώντας την ποιότητά του, διαλέγεται κατά τρόπον αρνητικό με τον εαυτό του, ερχόμενος σε σύγκρουση προς αυτόν.
Αφορμή της εμφυλίου συγκρούσεως αποτελεί η αδυναμία του αγνοούντος τον εαυτό του ανθρώπου να διαπιστώσει ότι ο «πόλεμος», δηλαδή ο διάβολος, διά μέσου της πειρασμικής προσβολής, «κατασκοπεύει» την πνευματική του εγρήγορση και ετοιμότητα. Στην περίπτωση αυτή, ο «στρατηγός των ένδον ο νους» ηττάται και «πλήθος προδοτών εκ του δήμου των λογισμών περί τον κατάσκοπον συγκροτείται». Ακολουθεί η σύγκρουση μεταξύ των λογισμών εκείνων, οι οποίοι υποστασιάζονται μέσα από τις προκλήσεις των αισθητών πραγμάτων και «προδίδουν» τον εσωτερικό άνθρωπο, υποτάσσοντας την πνευματική του ζωή σε ψευδαισθητικές ανάγκες και των λογισμών εκείνων, των οποίων η δυναμική ενεργοποιεί την αυθεντική λειτουργία του πνευματικού βίου. Τελικώς, η άγνοια της ποιότητος του πνευματικού του βίου οδηγεί τον άνθρωπο στην υποταγή του στις ψευδαισθητικές ανάγκες της υπάρξεώς του.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι ο ιερός πατήρ περιγράφει ως κατ’ εξοχήν δυναμική λειτουργία της υπάρξεως τη βίωση του «εμφυλίου πολέμου», εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει νομοτελειακό χαρακτήρα της εκβάσεως του πολέμου αυτού. Η έκβαση του «πολέμου» τούτου εναπόκειται στην επιλογή του ανθρώπου ως προς τις αντιθετικές προκλήσεις που βιώνει στον πνευματικό του αγώνα. Επομένως, η ποιότητα του πνευματικού βίου του ανθρώπου ορίζεται από τον τρόπο λειτουργίας της «αυτεξουσίου προαιρέσεώς» του.
Ο άγιος Γρηγόριος, ακολουθώντας τη γραμμή της πατερικής θεολογικής παραδόσεως, εξαρτά την αυθεντικότητα της οντολογικής λειτουργίας του ανθρώπου από την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία του. «Κάλλιστο» δώρο της εικόνας αυτής είναι το αυτεξούσιο, το οποίο, όταν κατευθύνει τις επιλογές του ανθρώπου συμφώνως προς την αγαθότητα του Θεού, πιστοποιεί την ομοίωση προς αυτόν. Όταν, λοιπόν, ο άνθρωπος προλαμβάνει τον «εμφύλιο πόλεμο», «συμμαχώντας» με την αρετή, η οποία είναι έμφυτη μέσα του χάρις στο «κατ’ εικόνα», τότε λειτουργεί κατ’ ακολουθίαν προς τα οντολογικά εκείνα δεδομένα, που καταδεικνύουν την ομοιότητά του προς τον Θεό.
Η διαφοροποίηση, όμως, από την έκφραση της «κατ’ εικόνα Θεού» αυτεξουσίου προαιρέσεως, διά της προβολής «ιδίας γνώμης», αμαυρώνει την ομοίωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου και οδηγεί κατά συνέπειαν σε αυθαίρετη χρήση της προαιρέσεως αυτής. Στην περίπτωση αυτή, ο νους χρησιμοποιεί ιδιοτελώς τα «κινήματα» της ψυχής, όπως το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, περιορίζοντας τη δυνατότητα αγαθής λειτουργίας τους και δημιουργώντας τις συνθήκες εκείνες, που επιτρέπουν την εμφάνιση των παθών. Τότε οι «υπήκοοι», δηλαδή οι δυνάμεις της ψυχής που απομονώθηκαν της συμμαχίας των λογισμών εκείνων των οποίων η δυναμική ενεργοποιεί την αυθεντική λειτουργία του πνευματικού βίου, φθίνουν και αλλοιώνονται καθιστάμενοι αρνητικά κινήματα της ψυχής, τα οποία υποδουλώνουν τον «βασιλέα» νου και τον βασανίζουν.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η αρνητική αλλοίωση της αυθεντικής οντολογικής λειτουργίας του ανθρώπου, λόγω της αιχμαλωσίας του νου του από τα αλλοιωμένα κινήματα της ψυχής, τον βυθίζει σε «βαρύ ύπνο» και η υπαρξιακή του κίνηση («σπουδή»), όχι προς το αυθεντικό που είναι η κατεργασία του «κατ’ εικόνα», αλλά προς το «ανύπαρκτον», τον ωθεί να διαλέγεται με τα «ονειρώδη φαντάσματα» (ψευδαισθητικές ανάγκες), τα οποία συνιστούν την αυταπάτη του βίου. Έτσι όμως, διαστρεβλώνει την αυθεντική λειτουργία της υπάρξεως του και μυείται στη φαντασιακή θεώρηση των υπαρξιακών του αναγκών, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η υποβάθμιση της οντολογικής αλήθειας έναντι του δοκητισμού που την υποκαθιστά.
Κατά τον ιερό πατέρα, ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος αδυνατεί να ελέγξει τις προκλήσεις των ψευδαισθητικών προκλήσεων, «εν τω δοκείν έχει το είναι». Έτσι, γεννάται ένας πρωτογενής «δοκητισμός», ο οποίος, συγχρόνως, αποτελεί ζωτικής σημασίας πλαίσιο βιοτής για τον τύπο αυτό του πνευματικού ανθρώπου. Η αναγκαιότητα του «δοκητισμού» αυτού έγκειται στο γεγονός ότι, όταν ατονούν τα κριτήρια αυθεντικής λειτουργίας της υπάρξεως (δηλαδή οι δυνάμεις της ψυχής, κατά τη θεοφιλή λειτουργία τους, ενισχυμένες από τη «συμμαχία» των λογισμών της πνευματικής ζωής), τότε αναδεικνύεται η κυριαρχία των παθών, με αποτέλεσμα να προβάλλονται ως πρόβλημα της υπαρξιακής προοπτικής του ανθρώπου οι προκλήσεις των αισθητών πραγμάτων. Συνεπώς, ο νους του δεν «καθηγείται» πλέον «λόγω», αλλά προαιρείται «πάθει το λυσιτελές».
Κωνσταντίνου Κορναράκη, Ο άνθρωπος απέναντι στην εικόνα του
Η αλλοίωση του δόγματος ως συνέπεια αλλοιώσεως του πνευματικού βίου