Η ταπεινοφροσύνη είναι κάτι που δύσκολα αποκτά κανείς. Όσο μεγάλο πράγμα είναι, τόσο κοπιαστικά κατορθώνεται. Την κερδίζουν όμως με δύο τρόπους εκείνοι που είναι μέτοχοι της θείας γνώσεως. Όταν δηλαδή ο αγωνιστής της ευσεβείας βρίσκεται σε μια κατάσταση της πνευματικής πείρας, τότε έχει κάπως ταπεινότερο το φρόνημα είτε λόγω σωματικής ασθενείας είτε εξαιτίας όσων εχθρεύονται αναίτια εκείνους που φροντίζουν για τη δικαιοσύνη είτε εξαιτίας των πονηρών λογισμών.
Όταν όμως ο νους με πολλή συναίσθηση και εσωτερική πληροφορία καταφωτιστεί από τη θεία χάρη, τότε η ψυχή εγκολπώνεται την ταπεινοφροσύνη σαν φυσικό ιδίωμα. Γιατί καθώς λιπαίνεται πλουσιοπάροχα από τη θεία αγαθότητα, δεν μπορεί πλέον να ακκίζεται με την έπαρση της φιλοδοξίας, ακόμη κι αν εργάζεται νύχτα-μέρα τις εντολές του Θεού, και μάλλον θεωρεί τον εαυτό της κατώτερο από όλους, γιατί διατελεί σε κοινωνία με τη θεία επιείκεια.
Η πρώτη εκείνη ταπεινοφροσύνη έχει συνήθως λύπη και στενοχώρια, ενώ η δεύτερη χαρά και συστολή γεμάτη σοφία. Για αυτό, όπως είπα, η πρώτη έρχεται σε εκείνους που βρίσκονται στο μέσο των αγώνων, ενώ η δεύτερη αποστέλλεται σε εκείνους που πλησιάζουν την τελειότητα. Για τούτο η πρώτη αλλοιώνεται πολλές φορές από τις βιωτικές ευωχίες, ενώ η άλλη, ακόμη και αν της προσφέρουν όλα τα βασίλεια του κόσμου (Ματθ. 4, 8), ούτε επηρεάζεται ούτε καθόλου αισθάνεται τα φοβερά βέλη της αμαρτίας. Όντας ολόκληρη πνευματική αγνοεί εντελώς τις σωματικές ανέσεις.
Πρέπει όμως ο αγωνιστής με κάθε τρόπο να περάσει από την πρώτη για να φτάσει στη δεύτερη, γιατί αν η θεία χάρη δεν μαλακώσει προηγουμένως με την πρώτη το αυτεξούσιό μας, για να μας δοκιμάσει – κι όχι να μας εξαναγκάσει – μέσω της εμφάνισης των παιδαγωγικών θλίψεων, δεν μας χαρίζει τη μεγαλοπρέπεια της τέλειας ταπεινοφροσύνης.
Αγίου Διαδόχου Φωτικής, Έργα, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα