Άκουσε με παιδί μου, για το πώς πρέπει να επιτελούμε ευπρεπώς την Λειτουργία των προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Τις λοιπές ιερουργίες, οι ιερείς τις επιτελούν χωρίς κάλυμμα στην κεφαλή τους και χωρίς ενδοιασμό. Την προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, όμως, την τελούμε με συστολή και πένθος. Για το λόγο αυτό και η ιερουργία αυτή γίνεται με άκρα μυστικότητα σε όλα. Ο ιερέας φορώντας την ιερατική στολή, εκφωνεί ολόκληρο το τρισάγιο, το τροπάριο της ημέρας και αφού πει την ευχή του θυμιάματος στέκεται μπροστά στη Αγία Τράπεζα, και αφού την θυμιάσει σταυροειδώς εκφωνεί, όχι το «Eυλογημένη η βασιλεία», που είναι το τρόπαιο της νίκης και της απροσωπόληπτης αυθεντίας, αλλά το «Ευλογητός ο Θεός», ως σύμβολο ταπείνωσης και απαράθραυστης ικεσίας.
Έπειτα, κηρύττεται το προφητικό προοίμιο μεταξύ των αδελφών και ο ιερέας λέει τις λυχνικές ευχές. Αφού τελειώσουν αυτά, εκφωνείται η συναπτή και ο Αναγνώστης αρχίζει τον κανόνα των αναβαθμών, ενώ ο θείος μυσταγωγός επιμελείται την προσκομιδή πάνω στην οποία έχει τοποθετηθεί ο προηγιασμένος άρτος, το ίδιο το σώμα του Χριστού. Αμέσως μετά, σε κάθε αντίφωνο εκφωνεί και μία μικρή αίτηση ο ιερέας. Μόλις ακουστεί ο ψαλμός από τον ψάλτη, σύσσωμο το ιερατείο θυμιατίζει ολόκληρο το εκκλησίασμα, ενώ μετά το δοξαστικό ακολουθεί η μικρή είσοδος με το θυμιατό και όχι με το ευαγγέλιο. Και αφού διαβαστούν τα αναγνώσματα, οι αδελφοί κάθονται.
Με την ολοκλήρωση αυτών, ο ιερέας αρχίζει να ψέλνει το «Κατευθυνθείτω» με τους στίχους που το συνοδεύουν, και οι αδελφοί γονατίζουν, όπως και όταν διαβάζονται οι ευχές. Αφού γίνει η είσοδος των Θείων Δώρων, οι πόρτες αμέσως κλείνουν. Ο ιερέας καλύπτει τα Δώρα με το πέπλο, το οποίο λέγεται και αέρας. Την ώρα της υψώσεως του Σώματος του Κυρίου, δεν βγάζει το πέπλο, αλλά κάτω από αυτό υψώνει τον προηγιασμένο Άρτο, αναφωνώντας: «Τα προηγιασμένα Άγια». Ευθύς το πέπλο φεύγει. Με τον τρόπο αυτό ανακηρύσσεται η μυστική αυτή θυσία, πλήρως ολοκληρωμένη, καθώς είναι και προηγιασμένη, έχει δηλαδή ενωθεί το Σώμα με το Αίμα με την επιφοίτηση του σταυρού. Έπειτα καλούνται να μεταλάβουν οι αδελφοί, μετά φόβου, πίστεως και αγάπης.
Επομένως, ο λόγος αυτός υποδεικνύει τον τύπο της θείας και ζωοποιού Τριάδος: ως φόβο εννοεί την θεία και φωταγωγούσα δόξα του Πατέρα, ως πίστη τον μονογενή και συνάναρχο Υιό και ως αγάπη το αγαθό και πανάγιο Πνεύμα. Αφού μεταλάβουν ο αδελφοί, ψάλλεται το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου» και αφού ο ιερέας σταυρώσει με τα Δώρα το πλήρωμα της Εκκλησίας, τα τοποθετεί, όχι στην Αγία τράπεζα, αλλά κατευθείαν στην πρόθεση. Την ευχή της μεταλήψεως την διαβάζει ο ιερέας που τέλεσε την ιερουργία. Σου εφιστώ, λοιπόν, την προσοχή, παιδί μου, ώστε να τελείς, όχι μονάχα αυτή, αλλά και τις λοιπές ιερουργίες, όπως έχω δει να κάνουν εκείνοι που τηρούν την τάξη στο έπακρο.
Patrum Nova Bibliotheca, vol.5, Roma, 1849, p.93-95
Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας των προηγιασμένων
Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή