Η παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25. 14-30)
Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται.
῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Γιατί σε καθέναν που έχει αποκτήσει, θα του δοθεί και θα του περισσέψει.
Κάποτε ένας άνθρωπος που έφευγε για άλλο τόπο, κάλεσε τους υπηρέτες του και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του. Στον έναν έδωσε πέντε νομίσματα, στον άλλο δύο και στον τρίτο ένα, σε καθέναν κατά τη δική του ικανότητα, και μετά αποχώρησε. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα, αμέσως πήγε να εργαστεί και με αυτά κέρδισε άλλα πέντε. Ομοίως αυτός που έλαβε τα δύο, κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που έλαβε το ένα, πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε το νόμισμα του κυρίου του. Μετά από πολύ καιρό, έρχεται ο κύριος εκείνων των υπηρετών και συζητάει μαζί τους. Πλησίασε λοιπόν αυτός που έλαβε τα πέντε νομίσματα και πρόσφερε άλλα πέντε,λέγοντας,«Κύριε, πέντε νομίσματα μου παράδωσες. Δες, κέρδισα άλλα πέντε».Του είπε ο κύριός του, «Εύγε, αγαθέ και πιστέ δούλε. Σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου». Πλησίασε τότε και αυτός που έλαβε τα δύο νομίσματα και είπε, «Κύριε, δύο νομίσματα μου παράδωσες. Δες, άλλα δύο νομίσματα κέρδισα». Και του λέει ο κύριός του, «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ. Σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου». Πλησίασε τότε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα νόμισμα και είπε, «Κύριε, γνωρίζω ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις απ’ όπου δε σκόρπισες. Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το νόμισμά σου στη γη. Δες, είναι το δικό σου». Αποκρίθηκε τότε ο κύριός του και είπε, «Πονηρέ δούλε και τεμπέλη, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και μαζεύω απ’ όπου δε σκόρπισα; Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες και, όταν θα ερχόμουν, θα έπαιρνα το νόμισμά μου μαζί με τόκο. Πάρτε λοιπόν από αυτόν το νόμισμα και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα. Γιατί σε καθέναν που έχει αποκτήσει, θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Σε όποιον όμως δεν έχει αποκτήσει, και αυτό που έχει, θα αφαιρεθεί από αυτόν. Και τον άχρηστο δούλο, πετάξτε τον έξω στο χειρότερο σκοτάδι. Εκεί θα είναι ο οδυρμός και το τρίξιμο των δοντιών του».
Ευαγγέλιο Κυριακής 7.2.2021 – Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή