Καταβασίες Υπαπαντής | Απόδοση στη Νεοελληνική |
---|---|
Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσέ ποτε· ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη, ἑκατέρωθεν ὕδωρ, λαῷ πεζοποντοποροῦντι, καὶ θεαρέστως μέλποντι· ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται. | Τον στερεό βυθό, που γεννά την άβυσσο, κάποτε άγγιξε ο ήλιος με τις ακτίνες του. Διότι το νερό στηλώθηκε από τη μία και από την άλλη μεριά σαν τείχος, για να περάσει πεζός ο λαός που θεάρεστα τραγουδούσε «Ας ψάλουμε στον Κύριο, γιατί είναι δοξασμένος» |
Τὸ στερέωμα, τῶν ἐπὶ Σοὶ πεποιθότων, στερέωσον Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἣν ἐκτήσω τῷ τιμίῳ Σου αἵματι. | Κύριε, Εσύ που είσαι το θεμέλιο αυτών που πιστεύουν σε σένα, στερέωσε την Εκκλησία που έκανες δική Σου με το τίμιο Αίμα Σου. |
Ἐκάλυψεν οὐρανούς, ἡ ἀρετή Σου Χριστέ· τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθών, τοῦ ἁγιάσματός Σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης Σου, ὤφθης ὡς βρέφος, ἀγκαλοφορούμενος· καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς Σῆς αἰνέσεως. | Κάλυψε τους ουρανούς η αρετή σου Χριστέ. Γιατί Εσύ, προερχόμενος από την κιβωτό που κουβαλούσε το Άγιο Σώμα σου, δηλαδή απ’ την Παρθένο μητέρα Σου, εκφράστηκες ως βρέφος βασταζόμενος στην αγκαλιά της και γέμισαν τα σύμπαντα από τη δοξολογία στο πρόσωπό Σου. |
Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ Θεόν, ὑπ’ ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, Ὢ τάλας ἐβόα ἐγώ! πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου, καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα. | Μόλις είδε ο Ησαΐας, με συμβολικό τρόπο, τον Θεό σε υψωμένο θρόνο να περιστοιχίζεται από Αγγέλους ένδοξους, «Αλίμονο» κράυγασε «εγώ ο ταλαίπωρος αξιώθηκα να δω προφητικά τον Θεό να λαμβάνει σάρκα, Αυτόν που είναι το Φως το άδυτο, τον Βασιλιά της ειρήνης». |
Ἐβόησέ Σοι, ἰδὼν ὁ πρέσβυς, τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ σωτήριον, ὃ λαοῖς ἐπέστη· Ἐκ Θεοῦ, Χριστέ, Σὺ Θεός μου. | Σε Σένα φώναξε ο Γέροντας (Συμεών), μόλις είδε με τα μάτια του την Πηγή της Σωτηρίας όλων των λαών: «Χριστέ, Εσύ είσαι ο Θεός μου, που γεννάσαι εκ Πατρός». |
Σὲ τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα, Παῖδας θεολογήσαντας, καὶ Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα, Θεὸν Λόγον ὑμνοῦμεν, εὐσεβῶς μελῳδοῦντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν. | Εσένα, που δρόσισες μέσα στη φωτιά τους νέους που θεολογούσαν, και κατοίκησες στην αμόλυντη Παρθένο, Εσένα τον Θεό Λόγο υμνούμε ψάλλοντας μελωδικά με ευλάβεια: «Δοξασμένος να’ ναι ο Θεός των πατέρων μας». |
Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες, οἱ θεοσεβείᾳ προεστῶτες Νεανίαι, τῇ φλογὶ δὲ μὴ λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. | Ενωμένοι με την ανυπόφορη φωτιά οι νέοι που πρωτοστατούσαν στην πίστη, χωρίς να βλαβούν από τη φλόγα, έψαλλαν ύμνο θεϊκό: «Δοξάστε όλα τα έργα τον Κύριο, και να τον εγκωμιάζετε σε όλους τους αιώνες». |
Ἐν νόμου σκιᾷ καὶ γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί· πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ· διὸ πρωτότοκον Λόγον, Πατρὸς ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρῳ μεγαλύνομεν. | Μέσα στη σκιά και το γράμμα του Νόμου, εμείς οι πιστοί ας δούμε τον συμβολισμό: Κάθε πρωτότοκο παιδί που γεννιέται είναι αφιερωμένο στον Θεό. Γι’ αυτό και τον πρωτότοκο Λόγο, τον άναρχο Υιό εκ του Πατρός, που γεννιέται και πρωτότοκος από Μητέρα, χωρίς να έχει σχέση με άνδρα, ας δοξολογήσουμε. |
Καταβασίες Υπαπαντής – Απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή
Ψαλτική απόδοση: Παναγιώτης Νεοχωρίτης, Δήμος Παπατζαλάκης