Όταν λοιπόν κατανοήσουμε το πλήθος των παρελθόντων αμαρτημάτων μας, τότε θα γνωρίσουμε την υπερβολή της Χάρης του Θεού, τότε θα σκύψουμε το κεφάλι και θα νιώσουμε συστολή. Γιατί όσο μεγαλύτερων αμαρτιών είμαστε υπεύθυνοι, τόσο περισσότερο θα ντραπούμε. Ο Παύλος δε εκείνα τα αμαρτήματα θυμόταν (τα αμαρτήματα πριν τη μεταστροφή του και το βάπτισμά του), ενώ εμείς ούτε τις αμαρτίες που διαπράξαμε μετά το βάπτισμα θέλουμε να θυμόμαστε, οι οποίες είναι και επικίνδυνες και μας καθιστούν ενόχους όταν εξεταστούν. Αλλά και αν τύχει να θυμηθούμε ποτέ κάποια τέτοια αμαρτία, αμέσως αποφεύγουμε τη σκέψη, για να μη λυπήσουμε ούτε στο ελάχιστο την ψυχή μας.
Με τέτοια αναλγησία και οκνηρία στεκόμαστε και μας είναι αδύνατο να εξομολογηθούμε τα παλιά μας αμαρτήματα. Γιατί πώς άλλωστε να το κάνουμε αφού δεν παιδεύουμε καν τον εαυτό μας στο να τα θυμηθεί; Αλλά και έναντι των μελλοντικών μας αμαρτημάτων στεκόμαστε με επιπολαιότητα. Γιατί είναι πραγματικά θεμιτό να ακμάζει μέσα μας πάντοτε εκείνη η μνημοσύνη και να συνταράσσεται από τον φόβο ο νους μας, για να κατορθώσουμε να αποβάλουμε την αποχαύνωση και τον πολυμερισμό του. Γιατί αν αφαιρεθεί κι αυτό το χαλινάρι του φόβου και της μετάνοιας, τότε ποιος θα συγκρατήσει τη διάνοιά μας που θα οδεύει προς τον γκρεμό και τον βούρκο της απώλειας; Γι’ αυτό και ο δίκαιος Παύλος υπενθύμιζε την κόλαση και γι’ αυτό θρηνούσε και γι’ αυτό στέναζε παρ’ όλα τα υπεράριθμα αγαθά του έργα.
Περί κατανύξεως Λόγος Β’ – Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Επιλογή αποσπάσματος, απόδοση στη Νεοελληνική: Απαρχή