Η κατανόηση και φυσικά η αποτίμηση του Κυρίλλου είναι στην έρευνα εξαιρετικά ποικίλη και συχνά πολύ αντιφατική. Δυσκολία δημιούργησε η απουσία στο έργο σταθερής θεολογικής ορολογίας, κάτι όμως που συμβαίνει συχνά στους μεγάλους θεολόγους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η ανάγκη να αντιμετωπίσει διαδοχικά τον Aρειανισμό, τον Ευνομιανισμό, τον Νεστόριο, τους μετριοπαθείς νεστοριανίζοντες Ανατολικούς και όσους Ορθόδοξους του απέδιδαν υποχωρητικότητα, τον υποχρέωναν σε γλωσσική θεολογική ευελιξία ανέλιξη και προπαντός σε περαιτέρω εμβάθυνση. Όσοι τότε μέχρι και σήμερα αδυνατούνε να παρακολουθηθούνε την ανέλιξη και εμβάθυνση αυτή, τον παρερμήνευαν και τον παρεκτιμούσαν. Δεν διέκριναν την συνεπή πορεία της θεολογικής και χριστολογικής του σκέψεως κάτω από διαφορετικές ενίοτε γλωσσικές διατυπώσεις, στις οποίες ο ίδιος δεν προσέδιδε απόλυτο κύρος. Γι’ αυτό π.χ. οι μονοφυσιτίζοντες του Ε’ και ΣΤ’ αιώνα στηρίζονταν στον Κύριλλο, επειδή χρησιμοποιούσε την φράση «μία φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» κι επειδή δεν μίλησε, όπως νόμιζαν, για δύο φύσεις μετά την ένωση. Ακόμη και Ιδεολογικο-θεολογικές προκαταλήψεις ερευνητών παρεισφρέουν κι εμποδίζουνε την ορθότερη κατανόηση της θεολογίας του.
Έτσι, λοιπόν, αποδίδονται στον Κύριλλο Απολλιναριστικές και μονοφυσιτικές τάσεις (J. Liebaert) και προσχηματική πολιτική αποδοχή (χάριν των Αντιοχειανών) των δύο φύσεων στον Χριστό, ενώ δεν αξιοποιεί την αλήθεια αυτή (L. I. Scipioni) και αδυνατεί να κατανοήσει την σκέψη και την συμβολή των Αντιοχειανών (Α. De Halleux). Οι πολλοί επίσης ερμηνεύουν την χριστολογία του με το σχήμα Λόγος – σαρξ, μολονότι πρόκειται για χριστολογία, που κέντρο έχει την ενότητα του προσώπου του Χριστού. Και η χριστολογία του αυτή δεν γίνεται ποτέ Χριστομονισμός, διότι αναπτύσσεται παράλληλα και βαθιά συνδεδεμένη με την τριαδολογία, την όλη θεία οικονομία, το μυστήριο της Εκκλησίας και την ανθρωπολογία.
Έχει τεράστια σημασία η επιμονή του στην απόλυτη ενότητα του προσώπου του Χριστού, μολονότι συνυπάρχουν ασύγχυτες και αδιαίρετες οι δύο φύσεις του, διότι ο Χριστός δεν είναι μόνον ο Σωτήρας του ανθρώπου. Είναι και το πρότυπο του ανθρώπου και το μέτρο του και το μέσο, με το οποίο γνωρίζει τον Θεό και τον κόσμο. Η κατάσταση στην οποία μπορούσε να φθάσει ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» άνθρωπος, αλλ’ απέτυχε να φθάσει, είναι τώρα ο Χριστός, διότι ανακαίνισε θέωσε την ανθρώπινη φύση, προσλαμβάνοντάς την χωρίς αμαρτία.
Ο Κύριλλος με βαθύ θεολογικό ρεαλισμό προσπαθούσε να δείχνει ότι, μόνο εάν ο θείος Λόγος «μετείχε σαρκός και αίματος», εάν όντως γινόταν άνθρωπος (όχι αν αναλάμβανε ή εισερχότανε σε άνθρωπο), εάν δηλαδή ενωνότανε πραγματικά με την ανθρώπινη φύση κι εξασφαλιζότανε η αντίδοση ιδιωμάτων, θα μπορούσε να την θεώσει. Και μόνο εάν η ανθρώπινη φύση διατηρούσε ακέραιες τις ιδιότητές της στην υπόσταση του θείου Λόγου, θα ανακαινιζότανε ολόκληρη, θα θεωνότανε. Η θεολογική του αυτή συμβολή στην χριστολογία και την σωτηριολογία, καρπός της εμπιστοσύνης του στην παράδοση της Εκκλησίας και του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, έγινε σύντομα διδασκαλία και φρόνημα όλης της Εκκλησίας.
Η συμβολή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας στο χριστολογικό ζήτημα
Στυλιανού Παπαδοπούλου