Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ένα νέο είδος φιλοσοφικής σκέψης, αυτό του θανάτου του Θεού, το οποίο διαφοροποιείται από τη μηδενιστική φιλoσοφία και τον κλασικό νοησιαρχικό αθεϊσμό, καθώς οι εκφραστές του κινήματος αυτού υποστηρίζουν ακράδαντα ότι είναι Χριστιανοί, παρότι αρνούνται την ύπαρξη κάποιας εξωκοσμικής και υπερβατικής θεότητας. Ο θάνατος του Θεού ερμηνεύεται από τους διάφορους εκφραστές του ως πιστοποιημένη εμπειρία της έλλειψης του Θεού εντός του κόσμου[efn_note]Α. Κee, The Way of Transcendence, Christian Faith without belief in God, 1971, σελ. 75 – 81.[/efn_note]. Ακόμη και όσοι υποστηρίζουν τη χριστιανική τους ιδιότητα, συμπεριφέρονται όπως οι λοιποί άθεοι, που σημαίνει ότι περιφρονούν τα παραδοσιακά στοιχεία της δογματικής περί Θεού διδασκαλίας, καθώς παραμένουν άγευστοι της ακτίστου θείας πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Robinson, πρόδρομο της θεολογίας του Θανάτου του Θεού, ο κλασικός θεϊσμός, δηλαδή η άποψη ότι ο Θεός είναι κάτι διαφορετικό και ανώτερο από τον κόσμο, έχει χάσει το κύρος τoυ στη νεωτερική εκκοσμικευμένη κοινωνία[efn_note]Μ. Φαράντος, Δογματική Β’, Το περί Θεού ερώτημα, σελ. 827.[/efn_note]. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Robinson, δεν είναι μία υπερβατική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από την κτιστή πραγματικότητα, αλλά είναι μία ύπαρξη βαθύτατα προσωπική. Ο Θεός, δηλαδή η έσχατη αλήθεια, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγάπη, πράγμα που σημαίνει ότι η θεότητα δεν είναι μία πραγματικότητα με ιδιώματα ή γνωρίσματα που οράται διά της μετοχής των κτισμάτων στις ενέργειες αυτής, καθώς αυτή είναι μόνο ζωή εν αγάπη. Αυτό, ακολούθως, σημαίνει ότι ο Θεός γνωρίζεται μόνο μέσα στις χωροχρονικές προσωπικές (αγαπητικές) σχέσεις των ανθρώπων[efn_note]Όπ.π., σελ. 830.[/efn_note]. Αυτή η ανωτέρω ταύτιση του Θεού με την αγάπη οδήγησε τον Robinson να παραδεχτεί ότι η αληθινή προσευχή είναι η αγαπητική σχέση προς ένα πρόσωπο[efn_note]Αυτή η ανωτέρω άποψη προβάλλεται από ορισμένους σύγχρονους κληρικούς και θεολόγους, ώστε να δικαιολογήσουν το κλείσιμο των ναών και τη στέρηση της Θείας Κοινωνίας, όπως και των λοιπών μυστηριακών λατρευτικών πράξεων (βάπτισμα, γάμος, όρθρος, εσπερινός, αρτοκλασία, ευχέλαιο κ.α.) από τους πιστούς. Εν ολίγοις, ο μυστηριακός τρόπος ζωής θυσιάζεται προς χάριν της υποτιθέμενης αγάπης, την οποίαν οφείλει να δείχνει ο πιστός πρoς τους άλλους ανθρώπους. Αυτή η νοοτροπία της απεμπόλησης των ουσιωδών δογμάτων της πίστεως προς χάριν του κόσμου, περιγράφεται από τον Gabriel Vahanian ως μία απελπισμένη και συνάμα ενοχική προσπάθεια των Χριστιανών να υπερβούν τον secularism, ο οποίος υποτίθεται ότι τους διακατέχει. Έτσι, ο ανωτέρω παρατεθείς συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Χριστιανοί «στη προσπάθειά τους να κερδίσουν τον κόσμο, απώλεσαν την ίδια τους τη ψυχή». Για περισσότερα περί της κριτικής της θεολογίας του θανάτου του Θεού βλ. G. Vahanian, The Death of God, The culture of our post-Christian era, New York 1961.[/efn_note]. Η ανωτέρω ενδοκοσμική θεώρηση του Θεού, ο οποίος ταυτίζεται με την αγάπη, οδήγησε στις κατωτέρω τερατώδεις αντιλήψεις περί του Θεού.
Ο θάνατος του Θεού ως ανθρωπομονιστική θεώρηση της σάρκωσης
Ο θάνατος του Θεού συνδέεται άμεσα με την ανθρωπομονιστική θεώρηση της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Σύμφωνα με τον κύριο εκπρόσωπο του ανωτέρω παρατεθέντος κινήματος J. Altizer, ο Θεός έγινε σάρκα, χάνοντας συνάμα τη θεότητά του, πράγμα που σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είναι η δεύτερη υπόσταση της Αγίας Τριάδος, η οποία φέρει δυο φύσεις (κτιστό – άκτιστο), δηλαδή η σύνθετη υπόσταση του Λόγου, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος – σάρκα. Ο άνθρωπος Χριστός, δηλαδή ο ανθρωποποιημένος (πρώην) θεός, σύμφωνα με την τερατώδη αυτή αντίληψη, σταυρώθηκε και πέθανε οριστικώς[efn_note]Ο θάνατος του Θεού κατά τον Altizer, όπως παρατηρεί και ο Μ. Φαράντος, ερμηνεύεται διττώς, είτε, δηλαδή, ως ιστορικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε κάποια συγκεκριμένη χωροχρονική στιγμή, είτε ως ένα γίγνεσθαι, το οποίο δεν μπορεί να περιορισθεί σε συγκεκριμένο χώρο και τόπο, αλλά πραγματοποιείται βαθμηδόν σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο Χριστός ταυτίζεται με το σώμα της νέας ανθρωπότητας, η οποία οδεύει προς ένα μέλλον δίχως Θεό. βλ. Φαράντος, όπ.π., σελ. 858 – 883.[/efn_note], δηλαδή αυτοκαταστράφηκε εκουσίως. Αυτή η αυτοκαταστροφή του Θεού έλαβε χώρα με σκοπό την απελευθέρωση του ανθρώπου από την τυραννία του υπερβατικού και εξωκοσμικού επέκεινα[efn_note]J. Altizer, Radical Theology, New York, σελ. 169.[/efn_note]. Η ανωτέρω απελευθέρωση από το υπερβατικό, η οποία κατορθώνεται διά του οριστικού θανάτου του Θεού, συνδέεται άμεσα με την υπέρβαση του παρελθόντος, δηλαδή οποιασδήποτε θεολογικής παράδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος παραμένει ανοιχτός στο παρόν, στο εδώ και τώρα και δεν βρίσκεται εγκλωβισμένος στο πεπερασμένο παρελθόν[efn_note]Όπ.π.[/efn_note]. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος επιτυγχάνει την αυτονομία του εντός του ενδοκοσμικού γίγνεσθαι, και τούτο το οφείλει στον Θεό, ο οποίος έπαψε να υπάρχει από απροϋπόθετη αγάπη για τον «άλλο» και την ετερότητα. Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι σκοπός της ανθρωπότητας δεν είναι να θεωθεί, δηλαδή να γίνει όμοια σε όλα με τον Θεό, πλην την επίτευξη της ομοουσιότητας, μέσω της μετοχής της στα άκτιστα ιδιώματα της θεότητας, τα οποία γίνονται γνωστά διά των ακτίστων θείων ενεργειών. Σκοπός της ανθρωπότητας είναι η επικείμενη αναγέννηση της, η οποία υφίσταται, σύμφωνα με τον Altizer, διά της αποδοχής του οριστικού θανάτου του παρελθοντικού Θεού και της υπέρβασης της θεολογικής παράδοσης[efn_note]Η άποψη του J. Αltizer περί της εκούσιας άρνησης της θεολογικής ταυτότητας, η οποία υφίσταται διά της αποδοχής των προϋποθέσεων του θανάτου του Θεού, θυμίζει τις σύγχρονες απόψεις κάποιων Χριστιανών, οι οποίοι κάνουν λόγο για τον κενωτικό τρόπο υπάρξεως της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, σύμφωνα με αυτούς, αρνείται τον εαυτό της, μέσω του ταπεινωτικού κλεισίματος των ναών, τη θεολογική της αυτοσυνειδησία – ταυτότητα προς χάριν του στιγμιαίου παρόντος, του εδώ και τώρα και του κοινωνικά ενδοκόσμιου καλού.[/efn_note]. Η υπέρβαση της παρελθούσης παράδοσης, δηλαδή ο θάνατος του Θεού, οδηγεί τον Altizer στην αποδοχή του γεγονότος ότι ο Ιησούς (σάρκα) ταυτίζεται με την αγάπη, δηλαδή τον Θεό, που σημαίνει ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ δεν είναι Κύριος – εξουσιαστής, αλλά μόνο αγάπη[efn_note]Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, ώστε να εξυψώσει τη σάρκα και ολάκερη την κτιστή πραγματικότητα σε θεό. Εν ολίγοις, το πνεύμα πεθαίνει, για να γεννηθεί η νέα θεότητα, η ίδια η σάρκα. Αυτός ο εγκλωβισμός, όμως, στη σάρκα έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες απόψεις ορισμένων Χριστιανών, οι οποίοι αδυνατούν να δεχτούν την αφθαρτοποίηση που προσφέρει ο Θεός στο σώμα της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές του θανάτου του Θεού δεν πιστεύουν στη θέωση της σαρκός, δηλαδή στη μεταβολή των ποιοτήτων της κτιστής πραγματικότητας προς το υψηλότερο (μεταστοιχείωση της ύλης), δηλαδή το θείον, αλλά πιστεύουν στον εγκλωβισμό του ανθρώπου στον υλικό τρόπο ζωής, δηλαδή στη θεοποίηση του σαρκικού φρονήματος. Έτσι, υιοθετούν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια του Altizer, προκειμένου να υποστηρίξουν τη βλαπτική φθαρτότητα που υπάρχει εντός των ιερών ναών, λόγω της κτιστότητας – φθαρτότητας του κόσμου. Μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ο Θεός προσέλαβε την κτιστή ανθρώπινη φύση από αγάπη, λησμονώντας, όμως, να αναφέρουν και τον λόγο για τον οποίο την προσέλαβε. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν προσέλαβε την ανθρωπότητα μόνο και μόνο για να την προσλάβει, αλλά την προσέλαβε για να τη λυτρώσει από τη φθαρτότητα, τον θάνατο (ψυχικό και σωματικό) και τη ματαιότητα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση της κοινωνίας των ακτίστων και αφθάρτων ιδιοτήτων της υπερθέου θεότητας είναι απόρροια της θεολογίας του θανάτου του Θεού, η οποία είναι απόρροια του εγκλωβισμού του ανθρώπου στην υλώδη ζωή. Αυτός ο τρόπος σκέψης οδηγεί αβιάστως στην υιοθέτηση του ανθρωπομονιστικού μονοφυσιτισμού, δηλαδή την άγνοια του λυτρωτικού και σωτηριώδους χαρακτήρα που προσφέρει το άκτιστο, όπως και τη ροπή του κτιστού προς το άκτιστο.[/efn_note].
Περαιτέρω εκκοσμίκευση και οι επιπτώσεις της
Σύμφωνα με τον Kee, o Paul M. Van Buren είναι ο πιο εξτρεμιστής των εξτρεμιστών θεολόγων της Αμερικής, και τούτο, διότι αυτός δεν αρνείται μόνο μία παρελθούσα εικόνα περί του Θεού, αλλά φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι ακόμη και το εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης «Θεός» είναι νεκρό για τον σύγχρονο άνθρωπο[efn_note]Α. Κee, The way of transcendence, p.81.[/efn_note]. Σύμφωνα με τον Φαράντο, ο Βuren υποστηρίζει ότι η θεολογία πρέπει να εναρμονιστεί πλήρως με τον μοντέρνο άνθρωπο, που σημαίνει ότι αυτή πρέπει να απορρίψει ό,τι σκανδαλίζει τη σύγχρονη κοινωνία[efn_note]Όπ.π., Φαράντος, σελ. 890. Πολλά από τα μέτρα που επιβάλλονται εντός των ιερών ναών, γίνονται αποδεκτά από τους Χριστιανούς, οι οποίοι δεν θέλουν να σκανδαλίσουν τους κοσμικούς ανθρώπους. Αυτή η άποψη που υποστηρίζει την αναγκαιότητα της αποφυγής του σκανδαλισμού του κόσμου, προέρχεται από τη θεολογία του θανάτου του Θεού, η οποία λησμονεί το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε πάντοτε την πέτρα του σκανδάλου για τον υλιστικά σκεπτόμενο άνθρωπο, Ιουδαίο ή Έλληνα (Α’ Κορ. 1,18 – 24).[/efn_note]. Το μόνο θεολογικά αποδεκτό για τον Buren είναι η ελευθερία του ανθρώπου Ιησού από την Ναζαρέτ, την οποία έδειξε προς τους συνανθρώπους του. Η ελευθερία του Ιησού, κατά τον Buren, ταυτίζεται με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, πράγμα που σημαίνει ότι η πίστη ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με την αλληλεγγύη προς τον «άλλον». Αυτή η ανωτέρω αλληλεγγύη είναι ένας μεταδοτικός τρόπος ύπαρξης, ο οποίος προέρχεται από τον ελεύθερο χαρακτήρα της υπάρξεως του Ιησού από τη Ναζαρέτ και οδηγεί σε ένα είδος συναισθηματικής πληρότητας και ευφορίας, τα οποία είναι αποτελέσματα της ενδοκόσμιας κοινωνιολογικής και όχι μυστηριακής ενότητας. Με άλλα λόγια, η βασιλεία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η καθολική εγκόσμια συμφιλίωση όλων των ανθρώπων, η οποία αναμένεται να γίνει πραγματικότητα στο μέλλον[efn_note]Όπ.π., σελ. 900. Η πρόταξη της συμφιλίωσης των ανθρώπων, ακόμη και όταν αυτή αποβαίνει κατά της πίστεως, προέρχεται από τη θεολογία του θανάτου του Θεού. Αυτή η συμφιλίωση προβάλλεται ως ύψιστη χριστιανική αρετή, ιδίως στη μεταπατερική εποχή, δίχως, ωστόσο, να έχει σχέση με τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος Β’, PG 35, 488C: «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῡ». Εάν σε κάποιον δεν αρκεί η παραπομπή στον άγ. Γρηγόριο μπορεί να ανατρέξει στον λόγο του Χριστού που περιέχεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον: «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην΄ ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10, 34).[/efn_note]. Η Dorothee Sοlle, η θεολόγος που ασχολείται με το «μετά» του θανάτου του Θεού, έχοντας ως βάση της συλλογιστικής σκέψης της τα ανωτέρω εντεθέντα, υποστηρίζει σαφώς ότι για τη θεολογία ύψιστη αξία έχει ο άνθρωπος[efn_note]Όπ.π., Φαράντος, σελ. 905. Η θεώρηση του ανθρώπου ως υψίστης σημασίας γεγονός υποστηρίζεται και από ορισμένους εκπροσώπους της διοικούσης Εκκλησίας, οι οποίοι πιστεύουν ότι αξίζει να περιοριστεί ο τρόπος ζωής της Εκκλησίας, ώστε να διασφαλιστεί η υγειονομική ασφάλεια των ανθρώπων. Παρόλα ταύτα, η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο της θεολογίας προέρχεται από τη θεολογία του θανάτου του Θεού.[/efn_note]. Ο ανωτέρω ανθρωπομονισμός της Solle την οδηγεί στην εξής παρακάτω διατύπωση: «Η προσευχή προς τον Θεό δεν ισχύει, αλλά αποτελεί λείψανο του παρελθόντος», πράγμα που σημαίνει ότι «οποιαδήποτε θρησκευτική τελετή περισσεύει[efn_note]Όπ.π., σελ. 915. Η διατύπωση της Solle υιοθετείται τόσο από εκπροσώπους της Εκκλησίας όσο και από πολιτικά στελέχη του κυβερνώντος συστήματος. Οποιαδήποτε ιερά ακολουθία θεωρείται περιττή, διότι η αληθινή προσευχή δεν είναι αυτή προς τον Θεό, ο οποίος εντέλει δεν είναι κάτι διαφορετικό από τον κόσμο, αλλά η μετοχή στον πόνο του άλλου, που σημαίνει ότι η αληθινή προσευχή, σύμφωνα με την Solle, είναι το να ζει ο πιστός ως κοσμικός. Οι ανωτέρω παρατεθείσες απόψεις ουδεμία σχέση έχουν με τη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς η προσευχή, η οποία δεν ταυτίζεται μόνο με απαγγελία ύμνων και ακολουθιών, αλλά με ολάκερο τον εκκλησιαστικό τρόπο ζωής (αδιάλειπτη προσευχή), είναι ένωση του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτή η μετοχή του κτιστού στο άκτιστο ενώνει μυστηριακά (όχι κοινωνιολογικά) και πραγματικά όλους τους πιστούς (κατάργηση ετεροτήτων) μεταξύ τους, διότι έχουν πρωτίστως ενωθεί με το άκτιστο, και τούτο, διότι οι ενωμένοι εν Χριστώ πιστοί έχουν ως σημείο αναφοράς τους μόνο τον Θεό. Όσοι δεν έχουν ως σημείο αναφοράς τους την άκτιστη πραγματικότητα αναφέρονται αποκλειστικά σε επιμερισμένες περιοχές του κτιστού κόσμου, στις οποίες προσκολλώνται μέσω του ατομικού τους θελήματος.[/efn_note]», δηλαδή είναι παντελώς αχρείαστη. Τη θέση των μυστηρίων έχει αντικαταστήσει η αγάπη, πράγμα που σημαίνει ότι όπου υφίσταται η αγάπη, εκεί υπάρχει και ο Θεός. Ο Θεός, σύμφωνα με τη θεολογία του θανάτου του Θεού, δεν υπάρχει ως ουσία, αλλά γίνεται, και γίνεται όπου υπάρχει αγάπη. Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι το πρόσωπο του Θεού γνωρίζεται διά των άλλων και αυτή η διαδικασία αναγνώρισης του Θεού στον άλλον καλείται γεγονός[efn_note]Το αντίστροφο υποστηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή στο πρόσωπο του Θεού βλέπουμε τον άλλον και όχι στο πρόσωπο του άλλου τον Θεό, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται διά των άλλων ή στους άλλους, αλλά διά του Θεού ενωνόμαστε μυστηριακά με τους άλλους και παύουμε να τους βλέπουμε ως άλλους – ετερότητες. Εν ολίγοις, ο κεκαθαρμένος, φωτισμένος και τεθεωμένος άνθρωπος βλέπει τον άλλον ως εικόνα του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού. Γι’ αυτό και ο άγ. Διονύσιος κατόρθωσε να συγχωρήσει τον φονέα του αδελφού του, διότι δεν τον έβλεπε ως ετερότητα, δηλαδή ως τον δείνα φονέα, αλλά ως εικόνα του Θεού, τον έβλεπε δηλαδή ως καθολικό άνθρωπο, δηλονότι ως δημιούργημα του Θεού.[/efn_note].
Η εμμονή στην κοσμική διάσταση
Τώρα καταλαβαίνουμε από πού προέρχονται οι διατυπωθείσες, μετά κορωνοϊόν, απόψεις ορισμένων εκπροσώπων της διοικούσης Εκκλησίας, όπως και «ακαδημαϊκών» θεολόγων, από τη θεολογία του θανάτου του Θεού, η οποία συνοψίζεται στη σύντομη φράση «ο Θεός μου είναι ο άλλος». Η πανδημική κρίση του κορωνοϊού έφερε στο προσκήνιο τις ακόλουθες απόψεις: «υπακοή (ακόμη και άκριτη) στις συστάσεις των ειδικών, μάσκες εντός των ιερών ναών και στέρηση της Θ. Κοινωνίας από αγάπη για τον συνάνθρωπο, υπομονή στον εγκλεισμό από τον κενωτικό και μη εγωιστικό τρόπο ύπαρξης των Χριστιανών, μη μετάβαση κάποιων Χριστιανών που έχουν την ευκαιρία στους ιερούς ναούς, ώστε να μετέχουν στις λατρευτικές μυστηριακές πράξεις της Εκκλησίας, από αλληλεγγύη για τον Χριστιανό αδελφό που δεν μπορεί να μεταβεί στον ιερό χώρο του ναού». Αυτές είναι οι ανωτέρω απόψεις, είναι μία απλουστευμένη θεώρηση της θεολογίας του θανάτου του Θεού. Οι αρετές της υπακοής, της αγάπης, της υπομονής και της έμπρακτης βοήθειας προς όσους έχουν ανάγκη νοηματοδοτούνται εντελώς ενδοκοσμικά. Οι ανωτέρω αρετές, σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, είναι αποτέλεσμα της μετοχής του ανθρώπου στην άκτιστη θεότητα, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος, δίχως να μετατρέπεται σε κάτι που δεν είναι εκ φύσεως, μέσω της αναγνώρισης της τρεπτότητας της φύσεώς του, κατορθώνει να οδηγηθεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης κάποιας αναίτιας αιτιώδους αιτίας, η οποία παρότι συνέχει τον κόσμο και δεν επιτρέπει στα αντίθετα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν ολάκερη την κτιστή πραγματικότητα, να στασιαστούν μεταξύ τους και να αλληλοεξοντωθούν, είναι εκτός του κόσμου, ώστε να μην συμεταβάλλεται με αυτήν[efn_note]Ν. Ξιώνης, Άνθρωπος και Κοινωνία, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2020, σελ. 363 – 377.[/efn_note]. Με άλλα λόγια, ο Θεός είναι εκτός του κόσμου κατά την ουσία και εντός κατά την άκτιστή του ενέργεια. Επιπλέον, αρμόζει να αναφερθεί ότι το εκτός του κόσμου δεν ερμηνεύεται τοπικά ή χρονικά, αλλά ουσιαστικά. Ο Θεός είναι εξωκοσμικός με την έννοια του ακτίστου και επομένως δεν ταυτίζεται κατά την ουσία με καμία κτιστή περιοχή του ενδοκοσμικού επιστητού. Ο Θεός, λοιπόν, έχει προικίσει τον άνθρωπο με φυσική αγαθότητα, που σημαίνει ότι είναι εκ φύσεως αγαθός.
Η αληθινή σωτηρία του ανθρώπου
Ο άνθρωπος δεν καλείται να γίνει αγαθός διά της κοσμικής υπακοής, διά της κοσμικής υπομονής, διά της κοσμικής αγάπης και διά της κοσμικής αλληλεγγύης, δηλαδή να μετατραπεί σε κάτι που δεν είναι, πράγμα που σημαίνει ότι δεν καλείται να γίνει πρόσωπο μέσω της υιοθετήσεως του ιδεολογικού προτάγματος της φράσεως «ο άλλος είναι ο Θεός μου». Ο Χριστιανός δεν ασκείται για να γίνει άγιος, αλλά ασκείται, δηλαδή ζει τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας, για να εκδιώξει όλα τα παρά φύση στοιχεία, τα οποία εισχώρησαν διά της αμαρτίας μέσα στην έλλογο ψυχή του και τα οποία αμαυρώνουν το φυσικό κάλλος της εικόνος του Θεού[efn_note]ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Διάλογος πρός Πύρρον, PG 91, 309B – 312A.[/efn_note]. Στην Εκκλησία, φανερώνεται η ήδη υπάρχουσα (κρυμμένη) αγιότητα των ανθρώπων, ο θησαυρός που κρύβουμε μέσα μας, το αρχέτυπο κάλλος της τεχνητής, δηλαδή μιμητικής, εικόνος του Θεού, δηλονότι η εκ φύσεως αγαθή ανθρώπινη φύση, η οποία οδηγείται φυσικά και αυθόρμητα προς τον Θεό, καθώς αυτή έχει προέλθει από τη βούληση της ακτίστου θείας πραγματικότητας. Έτσι, εντός των ιερών ναών κατά την τέλεση των μυστηρίων εκφράζεται η ενότητα της Εκκλησίας, διότι εντός αυτών συγκεντρώνονται μυστηριακά οι πιστοί, οι οποίοι προσπαθούν να γίνουν ένα κατά τη βούληση μεταξύ τους, λόγω του ότι ακολουθούν όλοι τη θέληση του Θεού. Το θέλημα του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σωτηρία ολάκερου του νοερού και αισθητού κόσμου, δηλαδή η διαρκής αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό. Η διαρκής αυτή αναφορά καταλύει κάθε «άλλο», διότι ο αναφερόμενος στον Θεό τεθεωμένος άνθρωπος δεν βλέπει ετερότητες, ξένους και «άλλους», αλλά βλέπει την τεχνητή εικόνα του Θεού, δηλαδή τον καθολικό άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε τέλειος εξ αρχής. Μόνον αυτός που βλέπει αοράτως τον Θεό, δύναται να βλέπει και όλους τους συνανθρώπους του ως εκφάνσεις της τεχνητής εικόνος του Θεού, δηλαδή της δημιουργηθείσης φυσικώς αγαθής ανθρωπότητας. Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η σχέση με τον Θεό καθορίζει και τη σχέση που θα έχουμε με τους άλλους ανθρώπους και όχι το αντίστροφο. Οι αληθινές αρετές, όπως η υπακοή, η αγάπη, η υπομονή και ούτω καθεξής δεν είναι απότοκα των σχετικών αποφάσεων των διαφόρων κυβερνητικών στελεχών της πολιτείας, ούτε βεβαίως ορισμένων εκπροσώπων της διοικούσης Εκκλησίας, οι οποίοι προφάνως υποκύπτοντας στις πιέσεις της πολιτείας, προσπαθούν να εξωραΐσουν την παρούσα κατάσταση του σφραγίσματος των ιερών ναών, μετατρέποντας εκ των υστέρων την υποτέλεια στον Καίσαρα σε υπακοή, τη δειλία σε αγάπη, την παθητικότητα σε υπομονή και τη δογματική παρέκκλιση σε αλληλεγγύη προς τους άλλους.
Συμπέρασμα
Ο θάνατος του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άρνηση της άμεσης μετοχής του ανθρώπου στις άκτιστες ζωοποιές (βλασφημία του Αγίου Πνεύματος) και άρα μη φθοροποιές θείες ενέργειες, άρνηση η οποία φαίνεται από τη θεοποίηση του «άλλου», την αναμονή μίας ευδαίμονας συμφιλιωτικής κατάστασης στο μέλλον και την υιοθέτηση μίας ενδοκοσμικής θεολογίας, η οποία προτάσσει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι αιτιατός, λησμονώντας τον Θεό, ο οποίος είναι αναίτιος, ως ύψιστη αξία.
Η θεολογία του θανάτου του Θεού ως το υπόβαθρο της σύγχρονης εκκοσμικευμένης θεολογίας
Παντελεήμων Τομάζος, υπ. ΜΔΕ Δογματικής Θεολογίας