«Θείον όραμα»

Θείον όραμα - Καρκαβίτσας - Απαρχή - Θεολογία - Χριστούγεννα

«Οι Προφήτες που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζεί στα λόγια του και συμπληρώνεται…»

Έγινε πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να μετρήσετε το φετινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα, συντροφιασμένη από τον τέχτονα τον άντρα της, στάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα της, η όψη της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θ’ αναστήσει και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάσει μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη τα μυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι από τα χρυσά στολίδια του, φανέρωναν την αισθαντική πηγή που θα σαρκώσει την αγάπη και την Καλοσύνη.

Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το τύλιξε στο σάλι της και τ’ απίθωσε στη φάτνη πάνω στ’ άχυρα να κοιμηθεί.

Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφει κι έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε. Αλλά και κείνη έμενε ξερομασημένη στο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτο, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια, σκισμένα από τα νύχια του όρνιου, τρύπια από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από τον ποντικό, ψήλωνε βουβή κι ατάραχη. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί ψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα. Εκεί τ’ αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν’ ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της άνοιξης. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό που θα καεί θυσία στο νεογέννητο. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα πάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λες και στολίσθηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον που θα τους χαρίσει τη δόξα. Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ’ άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη σαν κατάρατο πνεύμα βρουχιόταν η Νεκρή θάλασσα, λες κι είχε ακόμη μέσα της τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά, απάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και στην ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Γεροσόλυμα, το άσμα των Προφητών κι η λατρεία λαού μεγάλου.

Ο Ιωσήφ, μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωρίο να φροντίσει για τη λεχώνα.

Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κι έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθεί. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήσει την ψυχή. Τι θ’ απογένει στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάσει δρόμο πορφυρόστρωτο ή θα βάψει με το αίμα του τ’ αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό. Δεν κιθαρίζει ο Δαβίδ ούτε η Δεβόρρα δικάζει το λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν. Απιστίας σύγνεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό και στου Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη, χωρίς ν’ αποδώσει ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας χάθηκε χωρίς ν’ ανορθώσει το Νόμο. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, σα να τη βαραίνει ακόμη η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος! Εγωιστής και εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήσει σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;

Άξαφνα λύχνος ηλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρος στης μάνας την ψυχή, έτοιμος να δείξει το μέλλον του νιογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξε άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζει τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στο λαό και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανάλαφρα τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζεί στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ’ απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατιά στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και σηκώνονται οι ταπεινοί, τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Γεροσόλυμα στρώνουν τους δρόμους με βάγια να τον δεχτούν. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν το σταυρό. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος του αρνιέται πριν λαλήσει ο πετεινός. Μα Εκείνος, ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, πίνει το ξίδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.

– Γυναίκα, να ο γιος σου, λέει την τελευταία στιγμή.

Και αποχαιρετά, μ’ ένα βλέμμα μελαγχολικό, τη μάννα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που τον τυράννησε, τη Γη που είδε τις πίκρες του και τον Ουρανό που θα δεχόταν το Σώμα του.

Η μάννα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα. Ήθελε να φωνάξει, να τρέξει για να τον σώσει από τα χέρια των κακούργων αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίσει τα πλευρά του,

– Μη! … εφώναξε με όλη της τη δύναμη.

Και με το μη! ξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρα της τίποτα από το φριχτό δράμα. Το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Μα δε βασίλευε η σιγή και το σκοτάδι, όπως πριν. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά.

Και μπρος στα πόδια της, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα και το μόσχο και το λιβάνι, ονόμαζαν το γιο της βασιλέα και Θεό.

Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.

– Να φύγουμε· λέει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κι οι ανθρώποι τον ψάχνουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!

Εκείνη άρπαξε αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε. Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.

-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη! ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!…

Απόσπασμα από το «Θείον όραμα», Ανδρέα Καρκαβίτσα

«Θείον όραμα»