Από την αρχή που άρχισε η θύελλα με τη χειροτονία των γυναικών, εκπλήσσομαι, όλο και περισσότερο, όχι από το θέμα της συζήτησης, αλλά από αυτό που βγαίνει στο φως σχετικά με τη θεολογία (…). Βρισκόμαστε σε έναν φαύλο κύκλο – έναν αναπόφευκτο κύκλο, όπου διασπάται μια οργανική, πρωταρχική και αιώνια εμπειρία. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας συνίσταται από την άρνηση και τη διάσπαση αυτής της εμπειρίας. Η ίδια η ουσία του είναι η αυτοαναίρεσή του. Είναι μια εμπειρία άρνησης, εξέγερσης, διαμαρτυρίας. Η όλη ιδέα της απελευθέρωσης είναι εντελώς αρνητική.
Η ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι είναι a priori μία από τις πιο εσφαλμένες ρίζες.
Κατόπιν ακολουθεί το: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι», «η αγάπη είναι πάντα θετική» (εξού, παραδείγματος χάριν, η δικαίωση της ομοφυλοφιλίας), κάθε περιορισμός είναι καταπιεστικός. Όσο οι Χριστιανοί θα αποδέχονται τον πολιτισμό που έχει χτιστεί πάνω σε αυτές τις αρχές, κανένα επιχείρημα για την αδυναμία της γυναίκας να γίνεται ιερέας δεν θα ηχεί ως βάσιμο. Θα φαίνονται όλα υποκριτικά και απατηλά. Αν αρχίσουμε με μια αφηρημένη φανταστική «αφύσικη» ισότητα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, τότε δεν θα είναι δυνατό κανένα επιχείρημα. Πρέπει να απορριφθεί ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, με όλες τις ψευδείς, ακόμη και δαιμονικές, πνευματικές προϋποθέσεις του.
Υπάρχει ένα βαθύ ψεύδος στην Αρχή της Σύγκρισης, η οποία βρίσκεται στη βάση του πάθους για ισότητα.
Δεν πετυχαίνεις τίποτα με τη σύγκριση – που αποτελεί πηγή φθόνου (γιατί αυτός κι όχι εγώ;), διαμαρτυρίας (πρέπει να είμαστε ίσοι), έπειτα οργής, εξέγερσης και διαίρεσης. Είναι, ουσιαστικά, η γενεαλογία του Διαβόλου (…). Υπό αυτήν την έννοια, ο πολιτισμός μας είναι δαιμονικός, επειδή στα θεμέλιά του βρίσκεται η σύγκριση. Εφόσον η σύγκριση οδηγεί πάντοτε και μαθηματικά στην εμπειρία και στη γνώση της ανισότητας, οδηγεί πάντα στη διαμαρτυρία. Η ισότητα βασίζεται στην άρνηση κάθε διαφοράς, αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν διαφορές, η επιθυμία για ισότητα ζητά να αγωνιστείς γι’ αυτήν, να επιβάλεις την εξίσωση των ανθρώπων και το χειρότερο να αρνηθείς αυτές τις διαφορές που είναι η ουσία της ζωής. Το πρόσωπο -άνδρας και γυναίκα- που πεινά για ισότητα, είναι ήδη άδειο και απρόσωπο, επειδή η προσωπικότητα είναι φτιαγμένη απ’ αυτό που τη διακρίνει από τους άλλους και το οποίο δεν υποκύπτει στον παράλογο νόμο της ισότητας.
Ο Χριστιανισμός αντιπαραθέτει την αγάπη στη δαιμονική αρχή της σύγκρισης.
Ουσία της αγάπης είναι η ολοκληρωτική απουσία «σύγκρισης». Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ο κόσμος δημιουργήθηκε από την Αγάπη και όχι από τις Αρχές. Και ο κόσμος διψά για αγάπη και όχι για ισότητα. Τίποτε -και το γνωρίζουμε- δεν σκοτώνει τόσο την αγάπη, δεν την αντικαθιστά με το μίσος, όσο η ισότητα που επιβάλλεται στον κόσμο ως σκοπός και αξία.
Η διπολικότητα, ακριβώς, του ανθρώπου, ως άνδρα και γυναίκας, δεν ριζώνει σε τίποτε άλλο παρά στην αγάπη.
Δεν είναι λάθος λοιπόν που η ανθρωπότητα πρέπει να επανορθώσει με την «ισότητα», όχι ένα ψεγάδι, ούτε ένα ατύχημα – είναι η πρώτη και πιο οντολογική έκφραση της ίδιας της ουσίας της ζωής. Εδώ, η προσωπική ολοκλήρωση επιτυγχάνεται με την αυτοθυσία, εδώ βρίσκεται η νίκη πάνω στον «νόμο», εδώ είναι ο θάνατος της αυτοδικαίωσης του άνδρα ως άνδρα και της γυναίκας ως γυναίκας και ούτω καθεξής. Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν υπάρχει ισότητα, αλλά μια οντολογική διαφορά που κάνει δυνατή την αγάπη. Υπάρχει ενότητα και όχι ισότητα. Η ισότητα προϋποθέτει πολλούς ίσους, που ποτέ δεν αποκτούν ενότητα, επειδή η ουσία της ισότητας αποτελείται από την προσεκτική εξασφάλισή της. Στην ενότητα, οι διαφορές δεν εξαφανίζονται, αλλά γίνεται ζωή και δημιουργικότητα. Το άρσεν και θήλυ είναι μέρος της φύσης του κόσμου, αλλά μόνο ένα ανθρώπινο ον τα μεταμορφώνει στην ενότητα της οικογένειας. Κι εκεί, ίσως, να βασίζεται και η αντιπάθεια της εποχής απέναντι στην οικογένεια: έχει απομείνει το τελευταίο οχυρό που ξεγυμνώνει το κακό της ισότητας.
Για μια χαρισματική ανισότητα – π. Αλέξανδρος Σμέμαν