«… η αλήθεια φανερώνεται ή αποκαλύπτεται πάντοτε στον γνήσιο αναζητητή της ή στο μέτοχο αυτής…»
Στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας προτάσσεται ως σπουδαιότερη αρχή ο νεωτερικός και μετανεωτερικός όρος «προσωπική αλήθεια». Αυτό σημαίνει ότι θεωρούμε ως αλήθεια ό,τι συλλαμβάνουμε με τα κτιστά και πεπερασμένα αισθητήρια μας. Ό,τι συλλαμβάνουμε και αντιλαμβανόμαστε, το νοηματοδοτούμε σύμφωνα με το κατά πόσο αυτό εξυπηρετεί τις ψυχικές και σαρκικές ηδονικές βλέψεις μας (ωφελιμισμός). Με άλλα λόγια, για τον κόσμο υπάρχει και αληθεύει μόνον ό,τι ωφελεί. Έτσι, είναι σαφές ότι η αποκαλούμενη «προσωπική αλήθεια» προκύπτει από τη θεοποίηση του συμφέροντός μας, δηλαδή της προσωπικής μας ιδιοτέλειας. Ο κάθε ένας από μας κάνει θεό, είτε πιστεύει είτε όχι, την προσωπική ιδιοτέλεια του, το πάθος του, τον τρόπο ζωής του ή ακόμη και αυτό που έχει συνηθίσει να ζει μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Η θεοποίηση της συνήθειας ταυτίζεται με τον πουριτανικό ή κοινωνικό ηθικισμό*, ο οποίος ερμηνεύεται ως θεοποίηση ενός τρόπου ζωής, ο οποίος υποτίθεται ότι μας οδηγεί στην καθολική αλήθεια, ενώ κανονικά ισχύει το αντίστροφο. Ο εκκλησιαστικός, δηλαδή, τρόπος ζωής είναι αποτέλεσμα της μετοχής στην αλήθεια και όχι προϋπόθεση, πράγμα που σημαίνει ότι πρώτα ζεις εκκλησιαστικά και μετά πράττεις.
Οι πάρα πολλές προσωπικές αλήθειες ταυτίζονται με τον μεταπτωτικό κόσμο.
Ο βασικός εχθρός της ανθρωπότητας είναι η θεοποιημένη προσωπική ιδιοτέλειά της. Γι’ αυτό διαφωνούμε με το εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο του νεωτερικού όρου «προσωπική αλήθεια», διότι μια προσωπική αλήθεια αντικαθίσταται αενάως από μίαν άλλην, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε προσωπική αλήθεια κάποτε παλιώνει, βγαίνει στο περιθώριο και παύει να υφίσταται. Ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος παρατηρεί πως η λογική δεν μπορεί να δεχθεί δύο διαφορετικές διδασκαλίες – αλήθειες για το ίδιο πράγμα. Η αλήθεια, για την Θεολογία δεν επιμερίζεται, διότι μισή επιμερισμένη αλήθεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψεύδος.
Σε περίπτωση που κάποιος δέχεται πολλαπλές προσωπικές αλήθειες, οδηγείται στην παραδοχή του ψεύδους.
Αυτές οι αλήθειες, εφόσον είναι πολλές, θα πρέπει αναγκαστικά να διαφέρουν. Εάν δεν διαφέρουν τότε θα είναι μια αλήθεια και όχι πολλές. Εάν πάλι διαφέρουν σημαίνει πως θα έχουν διαφορές ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τη δύναμη, τον τρόπο, την καθολικότητα και άλλες. Εάν πάλι οι πολλές αλήθειες είναι όλες καθολικές στον ίδιο βαθμό και δεν διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους, τότε θα πρέπει να περιοριστεί η κάθε αλήθεια στον δικό της χώρο, ώστε να μην ταυτιστεί με τις άλλες. Αποτέλεσμα, όμως, αυτής της σχιζοφρενούς θεώρησης είναι η αποδοχή πολλών ξεχωριστών και αυτοτελών πραγματικοτήτων, πράγμα που οδηγεί στην αταξία και στην ακοσμία. Αυτή η αταξία προέρχεται από την αέναη σύγκρουση πολλών προσωπικών αληθειών, η οποία θυμίζει τη σύγκρουση πολλών θεών με προσωπική ιδιοτέλεια στη μυθολογία. Σύγκρουση, η οποία σημαίνει ότι οι πολλές προσωπικές αλήθειες αλληλοαναιρούνται συνεχώς. Την προσωπική αλήθεια που προβάλλεται από την πολιτική ορθότητα της εποχής μας οι πατέρες θα την ταύτιζαν με το γνωμικό θέλημα. Το γνωμικό, δηλαδή προσωπικό, θέλημα είναι αυτό που μας διαχωρίζει ως ανθρώπους μεταξύ μας, καθώς μας διαχωρίζει από την καθολική αλήθεια, δηλαδή τον Τριαδικό Θεό. Την άρνηση της προσωπικής αλήθειας δηλώνει η ύπαρξη μυριάδων αγίων, διότι επέτυχαν την άρνηση του γνωμικού θελήματος, γι’ αυτό και τιμώνται από τους πιστούς. Όταν καταργηθεί το γνωμικό θέλημα, δηλαδή η ιδιοτελής και συγκρουσιακή προσωπική αλήθεια, τότε θα έλθει η ανιδιοτελής αγάπη προς την καθολική αλήθεια, δηλαδή προς τον Θεό.
Τώρα θα δούμε πώς σχετίζεται η εκκλησία με την καθολική αλήθεια.
Η αλήθεια ετυμολογικά προέρχεται από το στερητικό «α» και το «λήθη», που σημαίνει κάτι το οποίο δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Τούτο, ακολούθως, σημαίνει ότι η αλήθεια φανερώνεται ή αποκαλύπτεται πάντοτε στον γνήσιο αναζητητή της ή στο μέτοχο αυτής. Η φανέρωση αυτή υφίσταται στην εκκλησία, η οποία ερμηνεύεται ως κοινωνία των ελλόγων όντων με τις ενέργειες του Θεού. Η εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μυστηριακή συνάθροιση – σύναξη (όχι κοινωνιολογική, αλλά μυστηριακή) των πιστών που έχουν αποβάλλει, ή έστω αγωνίζονται, τη δική τους προσωπική ή ιδιοτελή αλήθεια και έχουν γίνει ένα κατά τη βούληση, όπως είναι ένας και ο Θεός. Η Εκκλησία λοιπόν ως μυστήριο και όχι ως ένα σύνολο ρασοφόρων είναι κάτι πολύ σημαντικό, διότι αυτή είναι ο κάτοχος ή μέτοχος άπασας της αλήθειας. Και τούτο δεν είναι διόλου εγωιστικό, διότι η κατοχή της αλήθειας δεν είναι πράγμα προσωπικό, δεν βασίζεται σε αυθεντίες, δηλαδή σε μεταπτωτικές ετερότητες, αλλά βασίζεται στον καθαρτικό, φωτιστικό και θεοποιητικό τρόπο ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή στη μετοχή των ακτίστων ενεργειών του Θεού, τρόπος ο οποίος καταργεί τις μερικές και διεσπασμένες προσωπικές αλήθειες, τρόπος ο οποίος καταργεί όλες τις επιδερμικές ετερότητες. Να γιατί λέει ο Απόστολος Παύλος ότι στην Εκκλησία καταργούνται όλες οι ετερότητες, δηλαδή το φύλο (άνδρας – γυναίκα), το έθνος, η καταγωγή, η κατάσταση και ούτω καθεξής. Να τι πρέπει να κάνει η Εκκλησία σήμερα, να κηρύττει συνεχώς την ενότητα, η οποία κατορθώνεται διά της μετοχής των μελών της στη μία και μόνη αλήθεια, διότι αυτή η ενότητα οδηγεί στην αγιότητα, δηλαδή στην άρνηση της προσωπικής αλήθειας και στην μέθεξη της καθολικής αλήθειας.
«Προσωπική ή Καθολική αλήθεια;» – Παντελεήμων Τομάζος
*Ο ηθικισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον όσων θρησκεύουν, αλλά και όσων έχουν κοσμικό φρόνημα.